Οι διατάξεις του άρθρου 102 του Συντάγματος γεωγραφούν τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδρύοντας υπέρ των Οργανισμών της τεκμήριο αρμοδιότητας ως προς την διοίκηση των τοπικών υποθέσεων. Η ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης με άμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία ενσωματώνει την αυτοδιοίκηση στον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής καθιστώντας την θεμελιακό πυλώνα της οργάνωσης και της λειτουργίας του πολιτεύματος. Ετσι, η τοπική αυτοδιοίκηση αποτελεί συνταγματικό δημοκρατικό θεσμό, ο οποίος δεν έχει ιδιοκτήτες, δεν παρέχει πεδίο χειραγώγησης και κυρίως ως πολιτειακός θεσμός δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο οιονεί συνδικαλισμού.
Η νομικοπολιτική αρτιότητα της συνταγματικής κατοχύρωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης τελεί σε πλήρη δυσαρμονία με την κρατούσα πολιτική πρακτική, η οποία υπονομεύει τόσο την θεσμική της αποστολή όσο και την δημοκρατική της πυκνότητα. Ειδικότερα, είναι μόνιμη η καχεξία, η αδυναμία, η ανεπάρκεια και η αδιαφορία του κεντρικού κράτους να παράσχει στην τοπική αυτοδιοίκηση τους απαιτούμενους πόρους για την άσκηση και την πραγμάτωση των παραχωρηθεισών σ’ αυτήν αρμοδιοτήτων. Περαιτέρω είναι επίσης μόνιμη η πολιτική βία, που ασκείται στις τοπικές κοινωνίες στις αυτοδιοικητικές εκλογές μέσω των κομματικών χρισμάτων και της συντήρησης τοπικών μανδαρίνων, με αποτέλεσμα την χειραγώγηση των δημοτικών εκλογικών σωμάτων και την συντήρηση ενός τοπικού πολιτικού προσωπικού, που διαγωνίζεται για την προσφορά στην κομματική του οικογένεια, αδιαφορώντας και λησμονώντας την τοπική κοινωνία, τις ανάγκες της, το
συμφέρον της και το μέλλον της. Επίσης, είναι διαπιστωμένη η ανικανότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης να οικοδομήσει πολιτικές ανάπτυξης, αξιοποιώντας τον δυναμισμό και την ιδιοπροσωπία των τοπικών κοινωνιών, να διαχειριστεί την τεχνολογία και την γνώση και να αξιοποιήσει την δημοτική περιουσία με φαντασία και τόλμη, χαρακτηριστικά που συνδυαζόμενα με την αδιαφανή διαχείριση, την συντηρητική αντίληψη και τον μικροπαραγοντισμό, αιχμαλωτίζουν την τοπική αυτοδιοίκηση, απονευρώνοντας τον δυναμισμό της.
Στο πλαίσιο αυτό προκαλεί εντύπωση η απόφαση του συνεδρίου της Κεντρικής Ενωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) για την αναστολή λειτουργίας των Οργανισμών της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την περιστολή της χρηματοδότησής της από το κεντρικό κράτος καθώς και για την μη απόδοση των ήδη οφειλόμενων. Η εντύπωση δεν είναι απλώς αλγεινή, αλλά κυρίως κωμικοτραγική και συγχρόνως επικίνδυνη. Αλήθεια, πώς ένα ΝΠΙΔ όπως η ΚΕΔΕ μπορεί να αποφασίζει ερήμην των τοπικών κοινωνιών την αναστολή της λειτουργίας συνταγματικών θεσμών και δη των δήμων; Από πότε η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών αποτελεί αντικείμενο αυτοδιοικητικού συνδικαλισμού; Πώς εξηγείται λογικώς οι, στην πλειονότητά τους, κομματικώς χρισμένοι και εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες να αναστέλλουν την λειτουργία των δήμων και συγχρόνως να διαγωνίζονται να αποκτήσουν, να διατηρήσουν ή να διευρύνουν την εύνοια των κομματικών τους φορέων, οι οποίοι σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο διαχειρίζονται την κυβερνητική εξουσία; Πώς οι υπηρετούντες την αυτοδιοίκηση αποφασίζουν την αναστολή λειτουργίας των δήμων, όταν οι ίδιοι δεν έχουν πράξει σχεδόν τίποτε αξιόλογο για την αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας και όταν έχουν διαχειρισθεί το δημοτικό χρήμα με περισσή ελαφρότητα;
Τι μήνυμα διαχέει η ΚΕΔΕ στον χειμαζόμενο ελληνικό λαό με την απόφασή της αυτή; Γιατί ο Ελληνας πολίτης να εξακολουθεί να είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις του τόσο στην Πολιτεία όσο και στους δήμους, όταν οι υπηρεσίες που απολαμβάνει από αυτούς υπολείπονται του αναμενόμενου, όντας ποιοτικά ελλειμματικές; Πότε ρωτήθηκαν οι δημότες για το ενδεχόμενο της αναστολής της λειτουργίας των δήμων, που τους ανήκουν, ή τουλάχιστον πότε έλαβαν σχετικές αποφάσεις τα οικεία Δημοτικά Συμβούλια;
Τα ενδεικτικά αυτά ερωτήματα αποδεικνύουν ότι σε μια δημοκρατικά προηγμένη κοινωνία δεν δύναται να αναστέλλονται οι λειτουργίες των θεσμών της, με απόφαση αυτών που εκλέχτηκαν και ορκίστηκαν να τους υπηρετούν. Είναι βέβαια προφανές ότι ένα κύριο χαρακτηριστικό της γραμματικής της κρίσης είναι η βίαιη εκκένωση και η προϊούσα εξάτμιση των συνταγματικών εγγυήσεων, τόσο ως νομικών κανόνων όσο και ως κανονιστικών συμβολισμών. Παρά ταύτα, η υπέρβαση της κρίσης δεν μπορεί να επιχειρηθεί με την αναστολή της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών ή με την χρήση τους ως πεδίου ερασιτεχνικού συνδικαλισμού. Με άλλη διατύπωση, όταν ο λαός είναι παρών, αν και ματωμένος, και συγχρόνως όταν επιχειρείται η βίαιη υποταγή του στην επιθυμία της νεοφιλελεύθερης κρίσης, που αδιαφορεί για την δική του επιθυμία, κανείς δεν μπορεί να παίζει με τους θεσμούς, διότι θα πρέπει πρώτα να σκεφτεί τι θα γίνει στην περίπτωση που ο λαός, ως συλλογικό ιστορικό υποκείμενο, αποφασίσει να αναστείλει τη λειτουργία του.
Παναγιώτης Γιαννόπουλος
Δικηγόρος
Δημοτικός Σύμβουλος
Δήμου Πύλου - Νέστορος
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" 15-16/09/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου