O άνθρωπος ως φυσικό ον βρίσκεται στους κόλπους της φυσικής πραγματικότητας και ταυτόχρονα ζει σε ορισμένη ιστορική εποχή ενός συγκεκριμένου πολιτιστικού και πνευματικού ορίζοντα. Eίναι γεγονός ότι οι γεωγραφικές συνθήκες, το φυσικό περιβάλλον και το κλίμα επηρεάζουν και προσδιορίζουν σε μέγιστο βαθμό τον τρόπο ζωής και σκέψης, τις πεποιθήσεις και τις αισθητικές αξίες των τοπικών κοινωνιών. Μου έρχονται συχνά στο νου οι ανθρωπογεωγραφικές εμμονές της αείμνηστης Σέμνης Καρούζου, διευθύντριας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Μόλις σε συναντούσε σου έθετε το ερώτημα «από πού κατάγεσαι» και κατέληγε σε συμπεράσματα για την ιδιοσυγκρασία και το χαρακτήρα σου, ανάλογα με την καταγωγή σου από βουνήσιους, νησιώτες, αγρότες ή νομάδες γονείς, Πελοποννήσιους, Θεσσαλούς, Μακεδόνες ή Μικρασιάτες.
Η ιστορική γεωγραφία έχει ως στόχο την αποκατάσταση του χαμένου ιστορικού τοπίου, φυσικού ή ανθρωπογενούς, το οποίο θέτει τα όριά του στην ανθρώπινη δραστηριότητα επηρεάζοντας την πορεία των γεγονότων. Η γεωγραφία αποτελεί προαπαιτούμενο για την κατανόηση των ιστορικών γεγονότων και αναγνωρίζεται ακριβώς σήμερα ως παράγων στην ανανέωση και την αναγέννηση της ιστορικής έρευνας και τον εμπλουτισμό της με νέα στοιχεία, κατά κύριο λόγο από το πεδίο της αρχαιολογίας.
H αρχαιολογική έρευνα με την ουσιαστική συμβολή σήμερα των θετικών επιστημών, της αρχαιομετρίας και της συντήρησης έχει τη δυνατότητα να φέρνει στο φως νέα υλικά κατάλοιπα και να φωτίζει πλευρές του παρελθόντος με κύριο στόχο την ερμηνευτική προσέγγιση και την σε βάθος γνώση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. H σκαπάνη των αρχαιολόγων αποκαλύπτει καθημερινά σημαντικά στοιχεία που ρίχνουν φως σε άγνωστες πτυχές των ιστορικών γεγονότων της αρχαιότητας, επιβεβαιώνοντας η αλλάζοντας ενίοτε καθιερωμένες απόψεις.
Ο κόσμος μας έχει ανάγκη να επιστρέψει σε εποχές, κείμενα και επιτεύγματα του παρελθόντος που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του. Τα επανεξετάζει με νέα οπτική και σύγχρονα μέσα, τα κρίνει εκ νέου στην προσπάθειά του να κατανοήσει τόσο τη σύγχρονη εποχή, όσο και τους αιώνες από τους οποίους αυτή κατάγεται. Ανασκάπτοντας και μελετώντας το παρελθόν, κατανοεί κανείς ευκολότερα το παρόν. Πιστεύω κι εγώ, μαζί με άλλους, ότι το παρελθόν συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας της αρχαιότητας, επενεργεί καταλυτικά στο παρόν.
Η Τεχνολογία σχετίζεται μεταξύ άλλων με τις διαδικασίες ένταξης στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, με τις συνθήκες παραγωγής αγαθών και ιδεών, με τη διαχείριση γνώσεων.
Ιδιαίτερη αξία έχουν πάντα τα ανασκαφικά δεδομένα, γιατί προσφέρουν νέα στοιχεία που προάγουν την έρευνα, όταν η ομάδα είναι διεπιστημονική και η συνεργασία αρχαιολόγων με φυσικούς επιστήμονες και άλλους ειδικούς είναι απρόσκοπτη και εστιάζει τις έρευνές της όχι μόνο στο ανθρωπογενές αλλά και στο φυσικό περιβάλλον.
Εκτός από τη σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας που προκάλεσε μεταβολές στις ακτογραμμές και βύθισε ορισμένους παράκτιους οικισμούς στο νερό, έχει υποστηριχθεί από ειδικούς ότι το παράκτιο φυσικό περιβάλλον της Μεσογείου, γενικά, εξακολουθεί να είναι αυτό που αντίκριζαν οι πέριξ οικούντες εδώ και 2.500 χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον. Από γεωλογική άποψη είναι νεογενές και ως εκ τούτου ασταθές. Ικανός αριθμός ηφαιστείων είναι ακόμη ενεργά και οι σεισμοί είναι σχετικά συχνοί, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι Μεσσήνιοι και όχι μόνο. Τα δάση με κωνοφόρα, δρυς, καστανιές και άλλα δένδρα ήταν φυσικά πυκνά και κάλυπταν τους ορεινούς όγκους σε μεγάλη έκταση. Από την Αρχαϊκή περίοδο και εξής άρχισε να κερδίζει έδαφος η καλλιεργήσιμη γη και η θαμνοειδής βλάστηση.
Σύμφωνα με τον παλαιοζωολόγο Gūnter Nobis που μελέτησε τα πολυπληθή οστά των ζώων από την ανασκαφή της αρχαίας Mεσσήνης, στα δασωμένα βουνά γύρω από την πόλη ζούσαν, μεταξύ άλλων ζώων, καφέ αρκούδες και κόκκινα ελάφια.
Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία της Φύσης, όπως αναπτύχθηκε τον 6ο αι. π.Χ. στη Μίλητο της Μικράς Ασίας και αργότερα σε άλλες πόλεις της Ελλάδας ήταν μια πρωτοπόρος πνευματική δημιουργία. Όλες οι έννοιες που συγκροτούν το σύστημα της Φιλοσοφίας και της Φυσικής γεννήθηκαν εκεί, η έννοια της ύλης, των αριθμών, της κίνησης, του γίγνεσθαι, του είναι, του χώρου και του χρόνου, του ατόμου, καθώς και η μέθοδος της εμπειρικής φυσικής που θα θριαμβεύσει αργότερα.
Το ενδιαφέρον για την αλλοίωση και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος έχει τις ρίζες του στην κλασική αρχαιότητα. Ο Πλάτων έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το φυσικό περιβάλλον. Με ευαισθησία περισσή περιγράφει το τοπίο γύρω στις όχθες του ποταμού Ιλισσού που αγαπούσε ο Σωκράτης. Ο σοφιστής Κριτίας, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα (111,β-δ) περιγράφει με μελανά χρώματα την αποψίλωση των δασών και την απογύμνωση της γης:
«Eiναι σαν να αρρώστησε βαριά το σώμα της και τού ‘μειναν μονάχα τα οστά, καθώς ξεπλύθηκε το παχύ και απαλό της χώμα. Ενώ παλιά και οι γήλοφοι και τα λεγόμενα βραχώδη της πεδία γεμάτα ήτανε με πλούσια γη, και τα βουνά της γύρω ήταν δασωμένα. Τώρα, θάμνοι φυτρώνουν στα βουνά, μονάχα για τις μέλισσες τροφή. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που τα δέντρα ήταν ακόμα σώα και πρόσφεραν το ξύλο τους για τις μεγάλες οροφές των οικοδομημάτων. Το ετήσιο νερό δεν έρρεε ανεξέλεγκτα από τη αποψιλωμένη γη στη θάλασσα, το χώμα το συγκρατούσε, το απορροφούσε και το αποταμίευε σε κοιλότητες, και υπήρχε άφθονο παντού νερό στις κρήνες, στα ποτάμια, στις πηγές...».
Ο Στοϊκός φιλόσοφος Ζήνων έβλεπε την οικουμένη, τον πληθυσμό ολόκληρου του κόσμου, ως ένα λαό, ως πολίτες μιας και μόνο πόλης που ζούσαν κάτω από ενιαίο νομικό πλαίσιο. Τα ανθρώπινα όντα ήταν ευτυχισμένα μόνο όταν μάθαιναν να ζούν σύμφωνα με το νόμο της τάξης που ήταν έμφυτος στη Φύση. Πολλές από τις απόψεις του Ζήνωνα μαζί με εκείνες των διαδόχων του, Κλεάνθη και Χρύσιππου, έλκουν την καταγωγή τους από τον Πυθαγόρα και τον Πλάτωνα, ωστόσο η έννοια της ενότητας του ανθρώπινου γένους φαίνεται ότι δημιουργήθηκε υπό την επίδραση των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Ο χώρος της Σχολής του στοϊκού Ζήνωνα ήταν ένα κοσμικό οικοδόμημα, μια στοά μέσα στην πόλη, αντίθετα η τοποθεσία της Σχολής του Επίκουρου ήταν ένας κήπος, μακρυά από το κέντρο της πόλης. Εκεί ασκούσε μια φιλισοφία βασισμένη στην κατανόηση της Φύσης που είχαν πρώτοι αναπτύξει οι ατομικοί φιλόσοφοι του 5ου π.Χ. αι., Λεύκιππος και Δημόκριτος. Πρέσβευε, ο Επίκουρος, ότι εφόσον οι άνθρωποι δεν ζούν μετά θάνατον μια δεύτερη ζωή, ας αναζητούν εν ζωή την ειρήνη και την ευτυχία ικανοποιώντας τις επιθυμίες τους, χωρίς όμως υπερβολές. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τον καλύτερο τρόπο μέα σε έναν κήπο, μακρυά από τις πιέσεις της πόλης όπου η κοινωνία θέτει μονίμως τους περιορισμούς της.
Ζούμε σήμερα σ’ ένα παγκόσμιο χωριό, σ’ ένα παγκόσμιο εθνο-τοπίο (globalethnoscape), όπως νεολογικά το ονομάζει ο Appadurai, και η διανομή “κοινών εικόνων” για τον κόσμο, με τη συμβολή και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, συνηγορεί υπέρ μιας “κοινής άποψης” για τον πολιτισμό. Η άποψη αυτή δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνην του Ζήνωνα. Η πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα σήμερα είναι να κατανοήσει ότι ο πλανήτης αποτελεί μιαν ολότητα και να επινοήσει στρατηγικές που θα αποτρέψουν τη ραγδαία καταστροφή του περιβάλλοντος και την οικονομική ταυτόχρονα κατάρρευσή του, να αναπτύξει σχέδιο για τη βιωσιμότητα του πολιτισμού μας και την πορεία προς ένα πιο αισιόδοξο μέλλον. Με άλλα λόγια, “να χτίσουμε έναν κόσμο όπου θα ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες όλης της ανθρωπότητας και θα μας επιτρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας πολιτισμένους”, όπως τονίζει ο Lester R. Brown στο βιβλίο του: Ο πλανήτης μας στα όριά του ή πώς θα αποτρέψουμε την περιβαλλοντική και την οικονομική κατάρρευση (μετάφρ. Χρ. Φουντούλης), Αθήνα 2011.
Στα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνα δημοσιεύτηκαν κείμενα, στη χώρα μας και στο εξωτερικό, που εκφράζουν τις αγωνίες και τους αγώνες μιας εποχής, όταν η ελληνική κοινωνία άρχισε, με μεγάλη ομολογουμένως καθυστέρηση, να στρέφει το ενδιαφέρον της προς το περιβάλλον και την ανάγκη προστασίας του. Τρία ρεύματα συνενώθηκαν και δημιούργησαν το πλατύ ποτάμι της οικολογίας: η αγάπη και ή αγωνία για τη φύση, ο σεβασμός της πολιτιστικής κληρονομιάς και η διατήρησή της, και το ενδιαφέρον για τη δημόσια υγεία. Τα κείμενα αυτά περιγράφουν την σημερινή δραματική κατάρρευση του ελληνικού και κατ᾽επέκταση του δυτικού κοινωνικού, οικονομικού και διοικητικού μοντέλου, καθώς και τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της κατάρρευσης για το περιβάλλον και την επιβίωση των ίδιων των κατοίκων. Το πρόβλημα διασάλευσης της ευπαθούς ισορροπίας μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, με την τερατώδη διόγκωση του δεύτερου, δεν είναι μόνο ελληνικό ή ευρωπαϊκό, είναι παγκόσμιο και απειλεί την επιβίωση του ίδιου του πλανήτη γη. Οι συγγραφείς των ως άνω κειμένων διεισδύουν στα φλέγοντα ζητήματα του περιβάλλοντος χρησιμοποιώντας γλώσσα καυστική για τους υπέυθυνους και τους υποκριτές, για τις αυθαιρεσίες των κυβερνώντων, την εγκληματική μόλυνση των ποταμών, της θάλασσας και της ατμόσφαιρας.
Στη χώρα μας, και όχι μόνο, αν επιμένεις να διακηρύττεις την αξία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αν νοιάζεσαι και μάχεσαι για την προστασία του περιβάλλοντος και στιγματίζεις παραβάτες και καταστροφείς, τότε είναι πιθανό αν όχι βέβαιο, ότι οι ίδιοι οι παρανομούντες θα επιδιώξουν να σου χαλάσουν την εικόνα. Ωστόσω, πιστεύω μαζί με άλλους, ότι αξίζει ο κόπος, η μάχη με τα προβλήματα και τα εμπόδια.
Οι αρχαιολόγοι του σήμερα ως ιστορικά και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι ερευνητές θεραπεύουν μιαν αρχαιολογία πλησιέστερη στις θετικές επιστήμες, η οποία έχει ρόλο να παίξει και στη διαχείρηση των απαιτήσεων των τοπικών κοινωνιών, απαιτήσεων που σχετίζονται με τον υλικό πολιτισμό τους, πολιτισμό όλων των εποχών, αρχαίο, μεσαιωνικό και νεώτερο. Μια αρχαιολογία που αναγνωρίζει την κονωνικο-πολιτική συνάφεια του παρελθόντος με το παρόν. Η τόνωση του ενδιαφέροντος των τοπικών κοινωνιών για την πολιτιστική τους κληρονομιά αποτελεί εγγύηση ότι αυτή η κληρονομιά θα κρατήσει τη δυναμική της και θα διατηρηθεί αλώβητη για τις επόμενες γενιές. Αυτά, μέσα στο πνεύμα της αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία δεν εξαντλεί τους φυσικούς της πόρους ούτε και αναλώνει τον πολιτισμικό της πλούτο.
Tο παρελθόν δεν πεθαίνει ποτέ οριστικά, συνεχίζει την ύπαρξή και την επίδρασή του δια μέσω των γενεών ως μια ύψιστης σημασίας μορφωτική και ανθρωπιστική δύναμη.
H αρχαιολογία της ανασκαφής και η εργασία στο ύπαιθρο έχει το προνόμιο να σου προσφέρει τη χαρά και τη συγκίνηση της άμεσης, της «φυσικής επαφής» με τον άνθρωπο του παρελθόντος, μέσα από τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού του, τα οστά των ζώων, καθώς και τα οστά των ίδιων των κατοίκων που διατηρήθηκαν στους τάφους.
Στόχος της αρχαιολογικής έρευνας είναι να μελετήσει τη διαδικασία με την οποία οι αρχαίες κοινωνίες συνέλαβαν τον υλικό κόσμο, τη φύση και το περιβάλλον και εξελίχθηκαν σταδιακά από τις μικρές μετακινούμενες ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών στους μόνιμα εγκαταστημένους καλλιεργητές της γης και τέλος στους αστούς του σύγχρονου καταναλωτικού κόσμου. Σε συνεργασία με τους ερευνητές άλλων επιστημών, οι αρχαιολόγοι συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες μέσα από την άμεση επαφή τους με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, απώτερου και πρόσφατου και προχωρούν στην αναπαράσταση του παρελθόντος και του παλαιο-περιβάλλοντος και στην αναζήτηση και κατανόηση των ανθρώπων δημιουργών.
Η προσπάθεια κατανόησης του παρελθόντος, των υλικών κατάλοιπων και των ανθρώπων δημιουργών είναι ένα είδος μετάφρασης. Μια μετάφραση, αναπόφευκτα, δεν μπορεί να είναι τόσο τέλεια ώστε να διεκδικεί απόλυτη ταύτιση με το πρωτότυπο. Και αυτό συμβαίνει διότι το παρελθόν διαμορφώνεται μέσα στο κοινωνικό παρόν, είναι ριζωμένο στις σύγχρονες ιδεολογίες. Οι ερμηνείες και οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος επηρεάζονται από τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις ιδεολογικές τοποθετήσεις των ερευνητών. Ωστόσο, οι ιστορικοί, οι αρχαιολόγοι, οι κοινωνιολόγοι και οι ερευνητές των εφαρμοσμένων επιστημών είναι υποχρεωμένοι να αφομοιώνουν, κατά το δυνατό, το υποκειμενικό στοιχείο και να υπογραμμίζουν την κοινωνική και την πολιτική σχέση του παρελθόντος, φυσικού και δομημένου, με το παρόν. Πάντως και το πλέγμα των συναισθημάτων και των βιωμάτων μιας έρευνας δε μένει εντελώς έξω από το επιστημονικό κείμενο που περιγράφει την επαφή του μελετητή με το περελθόν και την προσπάθειά του να το ερμηνεύσει, να το μεταφράσει.
Η προστασία του φυσικού κάλλους, των φυσικών και ιστορικών χαρακτηριστικών και της άγριας πανίδας και των μνημείων όλων των εποχών είναι θέμα επιβίωσης και ευημερίας του ανθρώπινου γένους. Εκ των ουκ άνευ είναι και η καλλιέργεια των ανθρώπων με τρόπο και μέσα που θα τους ωθεί να διατηρούν άθικτα τα παραπάνω αγαθά, ώστε να μπορούν να τα απολαμβάνουν και οι επόμενες γενιές.
Ας προχωρήσουμε στην ίδρυση περισσότερων εθνικών και αρχαιολογικών πάρκων τουλάχιστον. Ένα εθνικό και ένα αρχαιολογικό πάρκο έχουν μιαν ιδιαίτερα αμφίσημη διάσταση συλλογικού χαρακτήρα: είναι τοπικά αλλά και παγκόσμια όσον αφορά τη σημασία του. Σε αντίθεση με τον εθνικό ύμνο και την εθνική σημαία ένα εθνικό η αρχαιολογικό πάρκο έχει γεωγραφικό, βιολογικό, οικονομικό και συμβολικό χαρακτήρα.
Για την αρχαία Μεσσήνη πρέπει να τονισθεί ότι είχε κρατήσει το μέγεθος και την Ιπποδάμεια πολεοδομική μορφή της ως τα τέλη του 4ου αι. μ.X. Τα τείχη που κλείνουν μέσα τους τεράστια έκταση περιλαμβάνουν αδόμητο χώρο ευρύτερο από τον δομημένο, περικλείουν τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, λατόμευση και βοσκή, καθώς και ομαλές εκτάσεις στα νότια, αλλά και στα δυτικα και ανατολικά του κέντρου της πόλης για καλλιέργεια σε αγρούς με οπωροφόρα, ελιές, αμπελώνες και οικόσιτα ζώα. Η εικόνα που παρουσίαζε το αστικό και το φυσικό τοπίο, ο ευρύτερος χώρος της τειχισμένης αυτής πόλης στην αρχαιότητα δεν διέφερε ουσιαστικά από τη σημερινή όψη του αρχαιολογικού πάρκου.
Πού οφείλεται, αλήθεια, η έντονη δραστηριότητα Εκδοτικών Οίκων να αποτυππώσουν την άγρια χλωρίδα και πανίδα, τους θησαυρούς της Φύσης, τα παραδοσιακά στοιχεία του πολιτισμού μας? Νομίζω ότι οφείλεται κατά ένα μέρος στο γεγονός ότι ανησυχούμε και αισθανόμαστε τύψεις για την καταστροφή του περιβάλλοντος που συντελείται καθημερινά γύρω μας και την καταστροφή του ίδιου του πλανήτη γη που μας δημιούργησε και εξακολουθεί να μας τρέφει. Σπεύδουμε να καταγράψουμε την τελευταία στιγμή, να αποθανατίσουμε, έστω φωτογραφικά, ότι έχει ακόμη απομείνει άθικτο. Η καταγραφή εντούτοις από μόνη της δεν είναι αρκετή, αν δεν οδηγήσει στην άμεση λήψη μέτρων για την προστασία και τη διατήρηση αυτών των θησαυρών.
Κατά τη γνώμη μου το Υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να αναλάβει την προστασία του περιβάλλοντος μαζί με την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων που χωρίς αμφιβολία συμβάλλουν αποφασιστικά μεταξύ άλλων και στην οικονομική ανάπτυξη. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία θα μπορούσε να ενταχθεί σε ένα «Υπουργείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Έρευνας Τεχνολογίας και Περιβάλλοντος» (ερευνητικό δηλαδή και τεχνολογικό Υπουργείο), το οποίο ως ενιαίος φορέας θα ανταποκρινόταν πληρέστερα στην προβληματική της προστασίας του μνημειακού δυναμικού και του φυσικού περιβάλλοντος.
Πέτρος Θέμελης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου