Τον Γοδεφρείδο Α΄ τον διαδέχτηκε αμέσως το
1228 ο μεγαλύτερος γιος του Γοδεφρείδος Β΄
που όριζε μεγάλη επικράτεια και πλούτη. Στην αυλή
του διατηρούσε 80 ιππότες με χρυσά σπιρούνια,
που έρχονταν από την Καμπανία κυρίως, αλλά και
από την Βουργουνδία και τη Γαλλία, για να του
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, να ξεπληρώσουν
τα χρέη τους, να ξεφύγουν
από διώξεις ή να διασκεδάσουν.
Μόνο με τον λατινικό
κλήρο είχε προβλήματα ο
νέος ηγεμόνας, γιατί δεν
εκπλήρωνε τις στρατιωτικές
υποχρεώσεις που όριζε ο
«Αχαϊκός Καταστατικός
Χάρτης» ή αλλιώς «Χάρτα
της Ηγεμονίας» που είχε
συμφωνηθεί στη Συνέλευση (το Παρλαμέντο) της Ανδραβίδας το 1209 με
πρωτοβουλία του πατέρα του.
Ο νέος ηγεμόνας αναγκάστηκε για αυτόν το
λόγο να προχωρήσει σε κατάσχεση ορισμένων τιμαρίων που είχαν παραχωρηθεί στους εκκλησιαστικούς βαρόνους και να διαθέσει τα χρήματα στην
ανοικοδόμηση του μεγάλου κάστρου της Γλαρέντζας, που είχε τον έλεγχο του σημαντικού λιμανιού
της Κυλλήνης και λειτουργούσε ως επίνειο του
βασικού στεριανού κάστρου στο Χλουμούτζι. Κατάφερε μάλιστα να εξασφαλίσει και την συγκατάθεση
του πάπα Ονώριου Γ΄ (1216-1227), να υπογράψει
συμφωνία (κονκορδάτο) με την εκκλησία το 1223
και να διευθετήσει τη διένεξη, αποκαθιστώντας
την τάξη, χωρίς να αφήσει έξω από τη συμφωνία
τους ορθόδοξους Ελληνες παπάδες των πόλεων
και της υπαίθρου.
Το 1225 ζήτησε από τη συνέλευση των Κιστερκιανών να στείλει ομάδα μοναχών για να ιδρύσουν
μοναστήρι στην Αχαΐα, όπως είχε πράξει και ο πατέρας του. Η συνέλευση ανέθεσε στον ηγούμενο
της μονής Morimod της Σαβοΐας να επιληφθεί της
υπόθεσης ίδρυσης του μοναστηριού.
Στη Γλαρέντζα διατηρούνται σήμερα μόνο πενιχρά
ερείπια του οικισμού και της οχύρωσης, καθώς και
τα λείψανα μιας μεγάλης γοτθικής βασιλικής (43Χ15
μ.) που ο Antoine Bon ταύτισε με τον ναό της
μονής του Αγίου Φραγκίσκου, όπου είχαν λάβει
χώρα συνελεύσεις των αρχόντων του πριγκιπάτου.
ΠΡΟΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ
ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ο Ροβέρτος ντε Κουρτενέ, αδελφός της γυναίκας
του Γοδεφρείδου Β
Αγνής και Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, πέθανε το 1228.
Ο Γοδεφρείδος αισθάνθηκε τότε την υποχρέωση
να ενισχύσει την άμυνα της πρωτεύουσας, στέλνοντας 22.000 υπέρπυρα το χρόνο στο νέο αυτοκράτορα Μπαλντουίν Β΄ ντε Κουρτενέ. Κατάφερε
επίσης με έξι πλοία να διασπάσει τις γραμμές των
Ελλήνων και να εισέλθει στο λιμάνι της Πόλης.
Υστερα από πρόσκληση του πάπα, ο Γοδεφρείδος
έστειλε δέκα γαλέρες, σπεύδοντας για δεύτερη
φορά σε ενίσχυση της Πόλης.
Αργότερα, το 1244 ο πάπας Ιννοκέντιος Δ΄
(1243-1254) του επέτρεψε να κρατήσει τα έσοδα
της Πελοποννησιακής Εκκλησίας, ώστε να συντηρεί
ένα σώμα εκατό τοξοτών. Με αυτό τον τρόπο είχε
καταφέρει ο Γοδεφρείδος να αναδειχθεί στον ισχυρότερο Φράγκο ηγεμόνα της εποχής - σε βαθμό
που ο δεσπότης της Ηπείρου Μανουήλ και ο κόμης
Κεφαλλονιάς και Ζακύνθου να γίνουν οικειοθελώς
υποτελείς του.
Σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», όταν ο
άτεκνος Γοδεφρείδος Β΄ κατάλαβε ότι πλησιάζει
το τέλος του το 1245, ζήτησε από τον αδελφό
του Γουλιέλμο της Καλαμάτας να χτίσει στην πρωτεύουσά του Ανδραβίδα, δίπλα στον αυλικό ναό
της Αγίας Σοφίας που αποτελούσε και την έδρα
του Λατίνου επισκόπου της Ωλένης, μιαν ακόμη
εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ιακώβου, όπου θα
αναπαυόταν το σώμα του μαζί με εκείνο του πατέρα
τους που θα μετέφερε από την Καλαμάτα. Στο
Μαυσωλείο του Αγίου Ιακώβου της Ανδραβίδας,
του οποίου τα αρχιτεκτονικά λείψανα δεν έχουν
εντοπισθεί, ενταφιάστηκε αργότερα και ο Γουλιέλμος
Βιλεαρδουίνος, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της ηγεμονίας το 1246 μετά το θάνατο του αδελφού του.
Στο αραγωνέζικο Χρονικό του Μωρέως αναφέρεται και τρίτη εκκλησία, ο Άγιος Στέφανος, από
την οποία δεν σώζονται ίχνη.
Ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Αγίας Σοφίας Ανδραβίδας αναφέρεται από τον Σπυρίδωνα
Λάμπρο. Ανασκαφή πραγματοποίησαν επίσης στο
χώρο της εκκλησίας ο C. Sheppard το 1982/3
και ο Δημήτρης Αθανασούλης το 1997 και το
2001. Το ναό της Αγίας Σοφίας τον είχε χτίσει το
τάγμα των Δομινικανών μοναχών που είχε κοιτίδα
του την περιοχή της Τουλούζης και όφειλε το
όνομά του στον ιδρυτή του Αγιο Δομίνικο. Ηταν
μια τρίκλιτη βασιλική με τετράγωνη την αψίδα του
ιερού και πλευρικά παρεκκλήσια. Τα κλίτη δεν σώζονται σήμερα, εκτός από ορισμένα ίχνη των βάσεων
για τους κίονες που χώριζαν τα κλίτη. Τα διαμερίσματα του ιερού στεγάζονται με σταυροθόλια με
νευρώσεις χωρίς εγκάρσιο τόξο.
ΕΝΑΣ ΓΑΛΛΟΣ «ΟΔΥΣΣΕΑΣ»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Ο Γουλιέλμος, που κυβέρνησε το πριγκιπάτο
της Αχαΐας επί τριάντα ολόκληρα χρόνια, αναδείχτηκε
σε δεσπόζουσα φυσιογνωμία της περιόδου με σημαίνοντα ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις, ξεπερνώντας
τον αδελφό του Γοδεφρείδο Β
σε κατορθώματα
και φήμη. Δικαιολογημένα θεωρήθηκε ως ο πλέον
τολμηρός και ιπποτικός άνδρας της φραγκοκρατούμενης Ελλάδας, ο οποίος «συνδύαζε το ιπποτικό
πνεύμα της Γαλλίας με το πονηρό πνεύμα του
ομηρικού Οδυσσέα», όπως επιτυχημένα τον χα-
ρακτηρίζει ο ιστορικός Γουίλιαμ Μίλερ.
Είχε γεννηθεί στο οικογενειακό κάστρο της Καλαμάτας και μιλούσε τα ελληνικά ως μητρική του
γλώσσα. Ενα από τα δόντια του προεξείχε ελαφρά
από τα χείλη του, προσθέτοντας μια χαριτωμένη
πινελιά στη φυσιογνωμία του. Αυτός είναι ο βασικός
ήρωας του Χρονικού του Μορέως, όπου αποκαλείται
συχνά «Γυλιάμος ο Καλομάτας» και επαινείται με
τους παρακάτω στίχους:
Τον δεύτερον εκράζασιν Γυλιάμον τον ελέγαν /
ελέγασιν το επίκλιν του Γυλιάμο ντε Καλομάτα /
αφέντην γαρ τον άφηκεν κάστρου της Καλομάτας
/
μετά της άλλης περιοχής του καστελλανικίου.
(στ. 2448-51)
Ενταύθα γαρ οι αρχιερείς και οι φλαμουριάροι
όλοι /
εστέψασιν δια πρίγκιπα εκείνον τον Γυλιάμο,
/
τον αδελφόν του πρίγκιπος εκείνου του Ντζεφρόη,
/
όστις και γαρ εξέβηκεν άνθρωπος επιδέξιος, /
φρόνιμος και κοπιαστής είς όλους τους ανθρώπους,
/
όπου να εγεννήθησαν εις μέρη Ρωμανίας.
(στ. 2759-61)
Ο Γουλιέλμος ανακαίνισε πλήρως την οχύρωση
του Κάστρου της Καλαμάτας και προετοιμάστηκε
τάχιστα για την πολιορκία και την κατάληψη του τελευταίου οχυρού των Ελλήνων στο βράχο της
Μονεμβασίας (συχνά παραβάλλεται με το Γιβραλτάρ),
που κυβερνιόταν από τρεις άρχοντες, τον Μαμωνά,
το (Ευ)δαιμονογιάννη και τον Σοφιανό. Κάλεσε σε
βοήθεια τους υποτελείς του, τον Γκυ Α΄ της Αθήνας
και ταυτόχρονα του Αργους και της Ναυπλίας, τους
τρεις βαρόνους της Εύβοιας, τον δούκα της Νάξου
Αγγελο Σανούδο (1227-1262) και τον κόμητα
Ματέο Ορσίνι της Κεφαλλονιάς, ενώ ζήτησε και
τέσσερις γαλέρες από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία
της Βενετίας. Μετά από μακρά πολιορκία οι τρεις
άρχοντες του «Γιβραλτάρ του Αιγαίου» του παρέδωσαν τα κλειδιά του κάστρου με όρους τους
οποίους σεβάστηκε απόλυτα ο Γουλιέλμος. Τους
παραχώρησε τιμάρια στα Βάτικα, κοντά στον Καβομαλιά. Εγκατέστησε φρουρά στο κάστρο, καθώς
και Λατίνο επίσκοπο.
ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ,
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΙΠΠΟΤΙΣΜΟΥ
Ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Μπαλντουίν παραχώρησε το 1248 το δουκάτο του Αρχιπελάγους (εκτός από τη Μυτιλήνη, τη Σάμο, τη Χίο
και την Κω), την επικράτεια δηλαδή του δεύτερου
δούκα του Αρχιπελάγους, Αγγέλου Σανούδου
(1227-1262), καθώς και την Εύβοια, στον ηγεμόνα
της Αχαΐας, Γουλιέλμο. Ο Γουλιέλμος έγινε τότε
και επικυρίαρχος της Βοδονίτσας, τιμάριου της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κουρτενέ.
Οι ανυπότακτοι Τσάκωνες του Μαλεβού, θορυβημένοι από τις επιτυχίες του, δήλωσαν τότε
υποταγή. Με βάση έναν ορθό στρατηγικό σχεδιασμό,
ο Γουλιέλμος έχτισε τότε τα δυνατά κάστρα του
Μυστρά ή Μυτζηθρά, της παλιάς Μάινας στο
Ταίναρο και του Λεύτρου (Baeufort), αναγκάζοντας
έτσι και τους ανυπότακτους Σλάβους Μελιγγούς
του Ταϋγέτου να του δηλώσουν υποταγή, με μόνη
υποχρέωση να υπηρετούν στο στρατό του. Τα
κάστρα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στις περαιτέρω
εξελίξεις.
Ολόκληρος ο Μοριάς, με εξαίρεση τα βενετσιάνικα
κάστρα Κορώνης και Μεθώνης, αναγνώριζε τώρα
την εξουσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου. Η
αυλή του στη Λακεδαιμονία (Σπάρτη) όπου είχε
μεταφερθεί, αλλά και στην Καλαμάτα, θεωρούνταν
ως η λαμπρότερη σχολή ιπποτισμού της εποχής.
Γιγαντόκορμοι ιππότες καβαλάρηδες, 700 ως
και 1.000 σε αριθμό, ακολουθούσαν πάντοτε τον
έφιππο ηγεμόνα της Αχαΐας, ο οποίος ήταν σε
θέση να εξοπλίσει στόλο από 24 πλοία που μετέφεραν 400 ιππότες. Με αυτά έλαβε μέρος το
1249 στην έβδομη Σταυροφορία που είχε οργανώσει ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΧ
(1226-1270), κατά της Αιγύπτου. Ακολούθησε
τις δυνάμεις του δούκα ΙV της Βουργουνδίας και
έλαβε μέρος σε μάχες στη Ρόδο, τη Λεμεσό της
Κύπρου και στη Δαμιέττα, πριν επιστρέψει στο Μοριά.
Τορνέσια, γκρόσια, σολδία και δουκάτα
Το εμπόριο που ανθούσε στα όρια του Πριγκιπάτου του Μοριά απαιτούσε την κοπή τοπικού
νομίσματος. To κεντρικό νομισματοκοπείο του ηγεμόνα άρχισε να κόβει τορνέσια (tournois) με την
έγκριση του βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου ΙΧ, το 1250. Ηταν εγκατεστημένο μάλλον στο Κάστρο
Χλουμούτζι (αλλιώς Χλεμούτσι) ή Κλερμόντ, που ονομαζόταν και Castel Tornese από τα τορνέσια.
Χτισμένο μεταξύ 1221 και 1223 επί Γοδεφρείδου Β΄, αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα
αμιγώς φράγκικα κάστρα με κάποιες βυζαντινές επιδράσεις στη δόμηση. Το εσωτερικό φρούριο, στο
υψηλότερο σημείο του εξωτερικού τειχισμένου περιβόλου, έχει σχήμα επίμηκες εξαγωνικό. Ο γνωστός
βυζαντινολόγος Δ. Αθανασούλης στέγασε στο κάστρο Χλεμούτσι ένα σημαντικό Μουσείο με
αντικείμενα της ανασκαφής του στην περιοχή της Γλαρέντζας.
Το Χλεμούτσι με το επίνειό του, τη Γλαρέντζα, λειτουργούσε ως εμπορικό κέντρο ολόκληρης της
ηγεμονίας του Μοριά. Τα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο σταυρό με την επιγραφή PRINCEPS
G(ULIEMUS) γύρω του, ενώ στον οπισθότυπο έχουν ως σύμβολο την εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου
της Tours και την επιγραφή DE CLΑRENTIA, που ενδέχεται να αποτελεί συγκεκομμένη μορφή του
DE(NARIUS) CLΑRENTIA(NUS). Την περίοδο αυτή, φαίνεται ότι λειτούργησε, για σύντομο χρονικό
διάστημα στην πόλη της Καλαμάτας ένα δεύτερο τοπικό νομισματοκοπείο, σύμφωνα με την άποψη
του αείμνηστου νομισματολόγου Αναστάσιου Τζαμαλή.
Το τορνέσιο ήταν νόμισμα μικρής αγοραστικής δύναμης· για το λόγο αυτό οι σοβαρές εμπορικές
συναλλαγές γίνονταν με ξένα νομίσματα, όπως τα ασημένια γαλλικά τορνέσια-δηνάρια, τα ασημένια
γκρόσια, τα σολδία και τα χρυσά δουκάτα της Βενετίας. Η Γλαρέντζα διέκοψε την κοπή τορνέσιων
στα χρόνια του Ροβέρτου του Τάραντα (1346-1364) ως ηγεμόνα της Αχαΐας, λόγω παρακμής του
πριγκιπάτου και της γενικευμένης χρήσης των βενετσιάνικων τορνεζέλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου