(Μέρος 5ο)
Το 1275 οι Ελληνες κάτοικοι στην περιοχή των
Σκορτών άρχισαν και πάλι τις εχθροπραξίες. Ο Γουλιέλμος
Βιλεαρδουίνος έδωσε εντολή στον ανεψιό του Γοδεφρείδο
ντε Μπρυγιέρ να εγκαταστήσει φρουρές στην περιοχή.
Στο χωριό Μεγάλη Αράχοβα (Καρυές), όπου σταμάτησαν
οι στρατιώτες του ντε Μπρυγιέρ και ο ίδιος για ξεκούραση,
ήπιαν κρύο νερό από την τοπική πηγή και αρρώστησαν
από θανατηφόρο γαστρικό πυρετό. Ετσι άδοξα έχασε τη
ζωή του ο γενναίος ιππότης Γοδεφρείδος, «ο καλλιώτερος
εις όλους όπου ήσαν εις την Ρωμανίαν»:
Οι πάντες τον εκλάψανε, μικροί τε και μεγάλοι
αυτά τα όρνεα τα άλαλα και αυτά εκλάψανέ τον,
αϊλλοί ζημία που εγίνετον ετότε εις τον Μορέαν!
(Χρονικό του Μορέως, στ. 7221-3).
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΙΚΗ
Το καλοκαίρι του 1276 ο ίδιος ο Γουλιέλμος πήρε
μέρος στην τελευταία πολεμική του επιχείρηση, δυο
χρόνια πριν από το θάνατό του: Εσπευσε σε βοήθεια
των τριτημόριων της Εύβοιας και κατάφερε να καταλάβει
το ευβοϊκό κάστρο της Κούπας (La Couppa), κοντά στο
Αυλωνάρι, από τον Λικάριο - ο οποίος είχε τον τίτλο του
μεγαδούκα από τον Μιχαήλ Η' και, επικεφαλής του βυζαντινού στόλου, είχε κυριεύσει την Κάρυστο και τα περισσότερα κάστρα της Εύβοιας. Η Ισαβέλλα ντε λα Ρος
(de la Roche), κόρη του δούκα των Αθηνών Γκυ Α' και
χήρα του Γοδεφρείδου ντε Μπρυγιέρ της Καρύταινας, η
οποία δεν είχε αποκτήσει παιδιά από τον άντρα της, κληρονόμησε τη μισή βαρονία της Αθήνας, σύμφωνα με τα
φεουδαλικά έθιμα. Το 1277 παντρεύτηκε στην Ανδραβίδα
τον φίλο του πατέρα της Ούγκο ντε Μπριέν
(de Brienne), κόμητα του Λέτσε (Lecce) και
δούκα της Αθήνας. Ο Ούγκο ήταν γνωστός
και στον Γουλιέλμο της Καλαμάτας, γιατί είχε
πολεμήσει στο πλευρό του στη μάχη του Ταλιακότσο. Μετά το γάμο, ο Ούγκο ντε Μπριέν
έφυγε με τη γυναίκα του για το Λέτσε της
Απουλίας. Η Ισαβέλλα πέθανε εκεί ύστερα
από λίγο καιρό, το 1294, στον ανθό της ηλικίας της, αφήνοντας έναν γιο που έμελλε να
γίνει ο τελευταίος δούκας της Αθήνας.
ΣΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΚΑΣΤΡΟ
Την ίδια χρονιά (1277) η Μαργαρίτα, κυρά του Πασσαβά,
κόρη του Ιωάννη Β' ντε Νεϊγύ (de Neuilly) ο οποίος είχε
κρατηθεί όμηρος στην Πόλη το 1262, προκειμένου να
τηρηθεί η συμφωνία του αυτοκράτορα με τον αιχμάλωτο
τότε ηγεμόνα της Αχαΐας, απαίτησε να της αποδοθεί η
κληρονομιά του θείου της Γκωτιέ Β΄ ντε Ροζιέρ (Gautier
de Rozières), βαρόνου της Ακοβας (Metagriffon), ο
οποίος είχε πεθάνει χωρίς απευθείας απογόνους. Παντρεύτηκε μάλιστα η Μαργαρίτα τον Ιωάννη Σαιντομέρ
(St. Omer), αδελφό του Νικόλα Β΄ Σαιντομέρ, αφέντη
της μισής Θήβας (την άλλη μισή την είχε ο αδελφός του,
Οθων). Ο Ιωάννης Σαιντομέρ παρουσιάστηκε στην Κούρτη
της ηγεμονίας της Αχαΐας και πρόβαλε αγέρωχα την εδαφική αξίωση της γυναίκας του. Ο Γουλιέλμος αρνήθηκε
αρχικά να του παραχωρήσει την κληρονομιά που πραγματικά του αναλογούσε, και η Κούρτη έβγαλε απόφαση
που δικαίωνε τον Γουλιέλμο. Παρά ταύτα ο Γουλιέλμος
υποχώρησε τελικά και έδωσε στη Μαργαρίτα το ένα
τρίτο της βαρονίας της Ακοβας, δηλαδή τα 8 από τα 24
συνολικά τιμάρια. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα τα έδωσε στη
νεότερη κόρη του, που ονομαζόταν επίσης Μαργαρίτα
(κατ’ άλλους Κατερίνα) και ήταν δυο χρόνια
νεότερη από την αδελφή της, Ισαβέλλα ντ’
Ανζού.
Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του ηγεμόνα της Αχαΐας, που αισθανόμενος το τέλος
του αποσύρθηκε στο αγαπημένο του Κάστρο
της Καλαμάτας, όπου είχε γεννηθεί.
ΔΙΑΘΗΚΗ... ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΜΗ
Ο Γουλιέλμος κάλεσε κοντά του τους ευγενείς και υπαγόρευσε τη διαθήκη του. Αφηνε
στον Κάρολο Α΄ της Νάπολης τη φροντίδα
της γυναίκας του Αννας, δούκισσας της Ηπείρου, και
των δυο θυγατέρων του: της Iσαβέλλας και της Mαργαρίτας. Του εμπιστευόταν επίσης την προστασία των υπηκόων του. Τα ετήσια έσοδά του από τα τελωνειακά τέλη
της Γλαρέντζας, που ήταν και έδρα τράπεζας, τα άφησε
σε έναν από τους εκτελεστές της διαθήκης του να τα
διαχειρίζεται για λογαριασμό της ηγεμονίας. Διόρισε εκτελεστές της διαθήκης του τον μεγάλο κοντόσταυλο Ιωάννη
Σαιντομέρ, τον αρχιεπίσκοπο της Πάτρας Βενέδικτο και
τον επίσκοπο Μεθώνης. Οπως σημειώνει ο William
Miller, ο ηγεμόνας ζήτησε ακόμη να διατηρηθούν όλες
οι δωρεές του προς τα λατινικά και τα ελληνικά μοναστήρια,
και σε ιδιώτες, κι έδωσε εντολή να ενταφιάσουν το
σώμα του στην εκκλησία του Αγίου Ιακώβου στην Ανδραβίδα, δίπλα σε αυτά του πατέρα και του μεγαλύτερου
αδελφού του.
Ο Γουλιέλμος πέθανε την Πρωτομαγιά του 1278 και
θάφτηκε κατά την επιθυμία του, ενώ ιερείς προσεύχονταν
στην κηδεία για τη σωτηρία της ψυχής του. Ο τάφος των
τριών Βιλεαρδουίνων δεν έχει ακόμη εντοπισθεί στην
Ανδραβίδα, μολονότι πραγματοποιήθηκαν εκεί ανασκαφές.
Το Χρονικό του Μορέως (στ. 7807-10) θρηνεί το θάνατο του Γουλιέλμου και χαρακτηρίζει αμαρτία(!) το
γεγονός ότι ο ηγεμόνας δεν άφησε αρσενικό κληρονόμο:
Εδε αμαρτία που εγίνετον, το πρέπει να λυπούνται
μικροί μεγάλοι του Μορέως, διατί ουδέν αφήκεν
απ’ αύτου υιόν αρσενικόν διά να κληρονομήση
τον τόπον, όπου εκέρδισε με μόχθον ο πατήρ του
αμμή έποικεν θηλυκά κ’ εχάθη η δούλεψή του.
Η Ελληνίδα γυναίκα του Γουλιέλμου, Αννα (Αγγελίνα
Κομνηνή), πήρε το Κάστρο της Καλαμάτας και το Χλουμούτζι ως αντάλλαγμα για την προίκα της και παντρεύτηκε
χωρίς καθυστέρηση τον περήφανο βαρόνο Νικολά Β'
Σαιντομέρ, αδελφό του Ιωάννη και του Οθωνα.
Οι επίτροποι (βάιλοι) που διόριζε μετά το θάνατο του
Γουλιέλμου ο νέος ηγεμόνας Κάρολος Α' Ντ’ Ανζού,
βασιλιάς Νάπολης και Σικελίας, και στη συνέχεια οι
διάδοχοί του στο Μοριά, ήταν δυστυχώς ξενόφερτοι και
αδιάφοροι για τα προβλήματα των κατοίκων και την
προκοπή του τόπου. Δύο μόνο από τις 12 βαρονίες παρέμεναν ακόμα στην εξουσία των παλαιών οικογενειών.
Μόλις δυο γενιές είχαν περάσει από την κατάκτηση
του Μοριά, και ήδη πολλές οικογένειες Φράγκων είχαν
σβήσει, τόσο εξαιτίας των συνεχών πολέμων όσο και
λόγω της αρχής να μην αναγνωρίζονται οι Γασμούλοι,
τα τέκνα των μικτών γάμων, ως πολίτες ισότιμοι με τους
Φράγκους. Και επιπλέον αρκετοί Φράγκοι του Μοριά,
που δεν ήταν φανατικοί καθολικοί, είχαν ασπαστεί την
Ορθοδοξία και είχαν αφομοιωθεί από το ελληνικό
στοιχείο. Ο ίδιος ο Γουλιέλμος είχε άλλωστε ενισχύσει
και ορθόδοξα μοναστήρια, όχι μόνο καθολικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου