Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Ο Ποσειδώνας στη Μεσσηνία

Μέσα στην αγορά της αρχαίας Μεσσήνης είδε ο Παυσανίας το άγαλμα (και το ναό) του Διός Σωτήρος, την Κρήνη Αρσινόη, τα ιερά του Ποσειδώνα και της Αφροδίτης, καθώς και το άγαλμα της Μητέρας των Θεών, Κυβέλης. Τα αρχαιολογικά δεδομένα έρχονται σε συμφωνία με τη μαρτυρία του περιηγητή. Από το ναό του Ποσειδώνα προέρχονται αρχιτεκτονικά μέλη από επιχρισμένο τοπικό ψαμμίτη που εντοπίσθηκαν διάσπαρτα στη ΝΑ περιοχή της αγοράς ή εντοιχισμένα σε μεταγενέστερα κτίσματα κοντά στη βόρεια πτέρυγα του Ασκληπιείου. Τα περισσότερα ανήκουν σε μετόπες με έντονα διαβρωμένες ανάγλυφες παραστάσεις θαλάσσιου θιάσου, όπως η αλυσοδεμένη σε βράχο Ανδρομέδα με το κήτος, ένας θαλάσσιος ίππος με ελικοειδή φολιδωτή ουρά που φέρει στην πλάτη του Τριτωνίδα και άλλα θραύσματα.
 

ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΡΩΝ 
Ο δωρικός ναός στον οποίο ανήκουν τα αρχιτεκτονικά αυτά μέλη χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. Στον Ποσειδώνα απευθύνεται και μια επιγραφή, αφιέρωμα της Παντειμίας, η οποία ευχαριστεί το θεό της θάλασσας για τη σωτηρία του συζύγου και του γιου της, προφανώς από κάποιο ναυάγιο. 
Στα σημαντικότερα έργα του μεγάλου Μεσσήνιου γλύπτη Δαμοφώντα συγκαταλέγεται η πολύμορφη μαρμάρινη σύνθεση που είχε φιλοτεχνήσει για το ναό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα της
Αρκαδίας, μια πανάρχαια πόλη υπαγόμενη στη δικαιοδοσία της Μεγαλόπολης. Η κολοσσιαία αυτή λατρευτική σύνθεση εικόνιζε τη θεά Δέσποινα (=Κόρη Περσεφόνη) καθισμένη σε κοινό θρόνο με τη μητέρα της Δέσποινα πλαισιωμένες από την Αρτεμη στα δεξιά τους και τον Τιτάνα Ανυτο στα αριστερά (εικ. 1). Θαλάσσια όντα βρίσκονται «κεντημένα» στο ένδυμα της Δέσποινας, όπως Τρίτωνες και Νηρηίδες, ενώ πάνω στα ερεισίχειρα και τα ερεισίνωτα του μεγάλου θρόνου κάθονται ολόσωμες Τριτωνίδες με ελικοειδείς ψαροουρές που στηρίζουν κυλινδρικά κιβώτια (κίστεις με ιερά σύμβολα) στο κεφάλι τους (εικ. 2). 

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΙΣΜΟΥΣ 
Η σχέση των θεαινών της Αρκαδίας, Δήμητρας και Δέσποινας, με τον Γαιήοχο Ποσειδώνα, θεό των ποταμών και της θάλασσας, αλλά και των σεισμών είναι προφανής. Ο Παυσανίας μας εξηγεί αυτή τη σχέση. Ο ίδιος, όταν δούλευε στη Λυκόσουρα για την κατασκευή του πολύμορφου έργου του, είχε αναθέσει μια στήλη στον Ποσειδώνα Ασφάλειο, εκλιπαρώντας τον να προστατέψει τον ίδιο και το κολοσσιαίο μαρμάρινο αριστούργημά του από καταστροφικό σεισμό.

Ο ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ ΣΤΑ AΚΟΒΙΤΙΚΑ 
Η κοιλάδα του Παμίσου ήταν από την αρχαιότητα γνωστή για την ευφορία και την ποικιλία των προϊόντων της. Η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά από την αρχαιότητα ως τα χρόνια της Ενετοκρατίας, σύμφωνα με τα κατάστιχα του 1700, αλλά και ως τα νεότερα χρόνια, σύμφωνα με τον χάρτη του συνταγματάρχη W. Μ. Leak (1805), με τον χάρτη της Γαλλικής Αποστολής του Μοριά (1829-31) και τις περιγραφές του τοπίου από τον γεωγράφο W. Philipson (1888). 
Το ιερό του Ποσειδώνα στα Ακοβίτικα βρίσκεται δυτικά της Καλαμάτας, στο νοτιοανατολικό άκρο της εύφορης κοιλάδας του Πάμισου. Ο αρχαιολογικός χώρος που καταλαμβάνει έκταση ενός στρέμματος απέχει 700 μέτρα περίπου από την σημερινή αμμώδη ακτή και βρίσκεται μόλις 1,50 μ. ψηλότερα από τη σημερινή στάθμη της θάλασσας. Η δυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου εφάπτεται στο κανάλι του ποταμού Αρι, όπως αυτό διευθετήθηκε το 1969. Ο ποταμός τροφοδοτείται από τις πηγές, που βρίσκονται στο Πήδημα δέκα χιλιόμετρα περίπου βόρεια από τα Ακοβίτικα. Διακόσια μέτρα περίπου βορειότερα από το ιερό ήλθε στο φως με τις ανασκαφές του υπογράφοντος, το 1969, το μνημειώδες διώροφο Μέγαρο της Πρωτοελλαδικής ΙΙ περιόδου (2200-2150 π.Χ.), γνωστό και ως “οικοδόμημα με διαδρόμους” (corridor house). 

Η ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ 
Κατά την πρώτη φάση ανέγερσης του ιερού του Ποσειδώνα, που χρονολογείται μεταξύ 950-875 π.Χ., η ακτογραμμή βρισκόταν σε απόσταση μόλις 100-150 μέτρα από αυτό. Οι καλαμιώνες και τα παρόχθια φυτά αποτελούσαν τη χαρακτηριστική βλάστηση ενώ η καλλιέργεια της ελιάς είναι βεβαιωμένη στην περιοχή τουλάχιστον από τον 7ο αι. π.Χ. Η έκταση μεταξύ της παράκτιας ζώνης και του ιερού, η οποία μεταβλήθηκε σταδιακά σε έλος, πλημμύριζε συχνά τους χειμερινούς μήνες, ενώ τους θερινούς μήνες ήταν κατάλληλη για τη βοσκή αλόγων και βοοειδών. 
Η μελέτη των τοπογραφικών δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο κατά τον Μεσαίωνα και τα νεότερα χρόνια, αλλά και την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου, οι δρόμοι που συνέδεαν την Ηλεία, τη βορειοδυτική Μεσσηνία και την Αρκαδία περνούσαν από την πόλη της Θουρίας και από εκεί, με θέα προς το ιερό, έφταναν στην πόλη των Φαρών (τη σημερινή Καλαμάτα) και μέσω της κοίτης του Νέδοντα, από τον δρόμο στη θέση “λιθωμένο φίδι” οδηγούνταν στο ιερό της Αρτέμιδος Λιμνάτιδος στον Βόλυμνο ή Βόλυμο της Αλαγωνίας και από εκεί κατέληγαν στη Σπάρτη. Το ιερό του Ποσειδώνα λειτουργούσε και ως θρησκευτικό κέντρο των ναυτικών, οι οποίοι τραβούσαν τα πλοία τους στην αμμώδη ακτή. Η δυνατότητα προσέγγισης πλοίων πρέπει να απoτέλεσε και το λόγο ανέγερσης του Μεγάρου με τους διαδρόμους, το οποίο χρονολογείται, όπως αναφέραμε παραπάνω, στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο.

 Συνέχιση των ανασκαφών 
Κατάλοιπα αρχαίων οικοδομημάτων διαπιστώθηκαν προς τα ανατολικά της ανεσκαμμένης έκτασης του ιερού του Ποσειδώνα, το οποίο περιλαμβάνει ένα ορθογώνιο οικοδόμημα με ευρύ αίθριο και περιστύλιο, που διαδέχτηκε ένα προγενέστερο παρόμοιο οικοδόμημα, όπου λάμβαναν χώρα συνεστιάσεις μιας τάξης αριστοκρατών γαιοκτημόνων της περιοχής. Γύρω στα τριάντα μέτρα ανατολικά του περίστυλου οικοδομήματος εντοπίσθηκαν με γεωφυσικές μεθόδους κατασκευές που διακόπτονται από την κοίτη ενός προγενέστερου σύγχρονου αρδευτικού καναλιού του Αρι. Από την περιοχή αυτή προέρχονται ορειχάλκινα αναθήματα μικρού μεγέθους (κούρος, ταύροι, ιππόκαμπος) των Γεωμετρικών και των Πρώιμων Κλασικών χρόνων, που παραδόθηκαν από τους αδελφούς Πιέρρου, ιδιοκτήτες των αγρών, το 1958 στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καλαμάτας, όπου και εκτίθενται σήμερα. 
Κρίνεται αναγκαία η συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στην περιοχή, από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων Μεσσηνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου