Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βουκόλοι, αγελάδες, κάπροι, αγριοσυκιές, κρασί, καθώς και άλλα ζώα, φυτά και προϊόντα της γης αναμιγνύονται συχνά με συμβάντα των μεσσηνιακών πολέμων μέσα από τις γλαφυρές περιγραφές του Παυσανία στο τέταρτο βιβλίο των “Μεσσηνιακών”. Εκτός από τους ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι συκεώνες κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να κυριαρχούν στους μεσσηνιακούς κάμπους. Σε καθαρτήρια πυρά ιερού των ελληνιστικών χρόνων στην αρχαία Μεσσήνη ήλθε στο φως μεγάλος αριθμός πυρακτωμένων σπόρων: κρασοστάφυλου (vitis vinifera), ελιάς βρώσιμης (olea europea), κουκουνάρας (pinus pinea), αμύγδαλου (amygdalus communis), κάστανου (castanea sativa) και σύκου, που εξετάσθηκαν σε εργαστήριο της Γαλλίας. Ο περιηγητής Παυσανίας σημειώνει ότι στη γειτονική Ηλεία καλλιεργούσαν κάνναβη, λινάρι και βύσσο και ότι υπήρχε αναπτυγμένη σηροτροφία. Τα ίδια προϊόντα καλλιεργούνταν προφανώς και στη Μεσσηνία. Το καλαματιανό μετάξι φημιζόταν για την ποιότητά του, σύμφωνα με μαρτυρίες που υπάρχουν τουλάχιστον από τα χρόνια της Ενετοκρατίας. Σε απογραφή των ιδιόκτητων περιοχών του Φλωρεντινού τραπεζίτη Nicola Acciaioli στο Μοριά αναφέρεται συχνά το Βουλκάνο (Ιθώμη), όπου μνημονεύεται και η παραγωγή κουκουλιών μεταξοσκώληκα (cuculium sirici) για λογαριασμό του φεουδάρχη. Η θάλασσα που αγκαλιάζει ολόκληρη τη δυτική και νότια πλευρά της Μεσσηνίας δεν τροφοδοτούσε μόνο με ψάρια τον πληθυσμό της, αλλά έφερνε τη χώρα σε επικοινωνία μέσω των Φαρών (της σημερινής Καλαμάτας), της Πύλου και κυρίως της Κυπαρισσίας με τον κόσμο της Μεσογείου και της Αδριατικής. Στα δασωμένα βουνά της υπήρχε πάντοτε, εκτός από ξυλεία, άφθονο κυνήγι. Στις πλαγιές και τα λιβάδια έβοσκαν άλογα, βοοειδή και αιγοπρόβατα, που σημαίνει γάλα, τυρί, κρέας, μαλλί, δέρμα και κόκκαλο, ενώ δεν έλειπαν τα πουλερικά από τις αυλές των σπιτιών, και τα μελίσσια. Μεγαλόσωμα βόδια εκτρέφονταν στις περιοχές επιρροής της Ρώμης, κατά τον αρχαιοζωολόγο Günter Nobis. Πολλά οστά νεαρών αλόγων προέρχονται από την περιοχή του Ασκληπιείου, καθώς και οστά μικρόσωμων πετεινών μιας αρχέγονης ράτσας. Έχει υπολογισθεί ότι γύρω από την Ιθώμη, στα ελληνιστικά χρόνια, έβοσκαν περίπου 1.000 άλογα, 2.100 ημίονοι και 1.500 όνοι. Η παρασκευή παραδοσιακού τύπου τυριών, όπως η μεσσηνιακή σφέλα, ξεκινά από την αρχαιότητα. Ικανός αριθμός θραυσμάτων από πήλινες κυψέλες έχει έλθει στο φως με τις ανασκαφές σε διάφορες θέσεις της πόλης.
Το χοιρινό, η ντόπια “γουρουνοπούλα”, ήταν για τους Μεσσήνιους εθνικό φαγητό και εξακολουθεί να είναι. Η αύξηση κατανάλωσης χοιρινού στα ρωμαϊκά χρόνια προκύπτει από τη μελέτη των οστών από τον αρχαιοζωολόγο Günter Nobis. Οι χοίροι της Μεσσήνης ανήκουν σε μικρόσωμη αρχέγονη ράτσα, πολύ διαδομένη στην αρχαιότητα.
Τα σιτηρά δεν περίσσευαν, ωστόσο ο μεγάλος αριθμός από μυλόπετρες που έχει έλθει στο φως σημαίνει ότι κάθε οικογένεια άλεθε το σιτάρι και το κριθάρι της, είχε το αλεύρι και το ψωμί της. Σε περιόδους ανάγκης, οι εισαγωγές γίνονταν κυρίως από την Ιταλία με τη μεσολάβηση των μεσσηνιακών αρχών. Την αγορά σιτηρών με δημόσια χρήματα και τη διανομή του πλεονάσματος σε πολίτες, με τη μεσολάβηση αξιωματούχων, πραγματεύεται επιγραφή από τη Θουρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου