Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Αγροτική οικονοµία την περίοδο της ρωµαιοκρατίας

 


Η διοικητική ενότητα της επαρχίας της Αχαΐας, που περιλάβαινε την Πελοπόννησο κατά τη ρωµαιοκρατία, µπορεί να εµφανίζεται µικρή σε σύγκριση µε την απέραντη ρωµαϊκή αυτοκρατορία, αποτελεί ωστόσο ένα χαρακτηριστικό και πληρέστερα µελετηµένο γεωγραφικό πλαίσιο που συµβάλλει αποτελεσµατικά στην κατανόηση της οικονοµικής και της κοινωνικής ζωής, καθώς και της οργάνωσης των πόλεων της αυτοκρατορίας.

Σε πολλές περιοχές της Αχαΐας, στη διάρκεια των πρώτων γενεών µετά τη ρωµαϊκή κατάκτηση του 146 π.Χ., παρατηρείται έντονη δηµογραφική πτώση και αγροτική κρίση, που είχαν ως συνέπεια µαζικές µετακινήσεις πληθυσµών προς ορισµένα αστικά κέντρα και ταυτόχρονα τη δηµιουργία αγροτικών συγκροτηµάτων µε στόχο την παραγωγική, εργαστηριακή και οικονοµική γενικά αυτάρκεια, µε πλεονάσµατα προϊόντων για πώληση και κέρδη για την αποπληρωµή των φόρων.

 

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Aυγούστου, µια πολυάνθρωπη οµάδα εφήβων, η οποία αναγράφεται στους εφηβικούς καταλόγους ως οµάδα “Ξένων και Pωµαίων”, ήλθε να προστεθεί στις πέντε φυλές της αρχαίας Mεσσήνης που µαστίζονταν από ολιγανθρωπία. Στη νέα αυτή οµάδα εφήβων περιλαµβάνονταν γόνοι οικογενειών Ελλήνων µεταναστών από ελληνικές πόλεις της επαρχίας της Πελοποννήσου, και κυρίως γιοι και εγγόνια Ιταλών εποίκων από την Καµπανία και άλλες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου. Οι έφηβοι της οµάδας «Ξένοι και Ρωµαίοι» ενσωµατώθηκαν πλήρως στις πέντε µεσσηνιακές φυλές προς τα τέλη του 1ου αι. µ.X. και τις αρχές του 2ου, όταν η οικονοµική άνοιξη ήταν ήδη αισθητή. 

H συγκέντρωση µεγάλων σχετικά γαιοκτησιών και η παρουσία αγροτικών επαύλεων δεν έφτασε ποτέ τα µεγέθη της δυτικής αυτοκρατορίας, ούτε και µετασχηµάτισε τις γαίες της επαρχίας Αχαΐας σε υπερµεγέθη κτήµατα (latifundia). Ωστόσο, ορισµένες πανίσχυρες οικογένειες κατείχαν τεράστιες εκτάσεις στη µεσσηνιακή κοιλάδα του Παµίσου και σε άλλες ανάλογες της Πελοποννήσου: οικογένειες µε µεγάλη περιουσία σε ρευστό και ταυτόχρονα γαιοκτησία και σε πεδιάδες της ιταλικής χερσονήσου, µε επαύλεις γύρω στις πόλεις, στην ύπαιθρο χώρα αλλά και σε παράκτιες περιοχές. Οι επαύλεις αυτές πρόσφεραν όλες τις ανέσεις του αστικού domus (ψηφιδωτά δάπεδα, τοιχογραφίες, λουτρά, περιστύλια και τρικλίνια), ενταγµένες σε ένα φυσικό περιβάλλον µε ελιές, αµπέλια και ποικίλες άλλες καλλιέργειες και ζώα. Μέλη των οικογενειών αυτών είχαν διατελέσει και συγκλητικοί. 

Παρά την κρίση, η γεωργία δεν φαίνεται να επηρεάστηκε και οι Μεσσήνιοι των ανώτερων τάξεων κατάφεραν να αγοράσουν σταδιακά µικρά και µεσαία κτήµατα και να αυξήσουν την ακίνητη περιουσία τους στη Μεσσηνία και την Ιταλία. Οι λειτουργίες (χορηγίες) των µελών των τοπικών ανώτερων στρωµάτων δεν είχαν γίνει ακόµη υποχρεωτικές και ενοχλητικά επιβαρυντικές. Οι εύποροι γαιοκτήµονες της περιοχής ενδιαφέρονταν και για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, µε τη µορφή µεγάλων κοπαδιών από αιγοπρόβατα, αγέλες αλόγων και βοοειδών, σε βάρος µάλιστα των µικροκαλλιεργητών, σύµφωνα µε επιγραφικές µαρτυρίες από τη Λακωνία, την Αρκαδία και άλλες περιοχές όπως τα Μέθανα, η Μεγαλόπολη και η Μεσσήνη. Φαίνεται ότι τόσο η γεωργία όσο και η κτηνοτροφία είχαν αναπτυχθεί την περίοδο αυτή, και η διαχείρισή τους ήταν εξαιρετικά σηµαντικό ζήτηµα για την ίδια την πόλη, αφού αποτελούσε µια από τις κύριες προσόδους. 

Σύµφωνα µε επιγραφική µαρτυρία από τη Μεσσήνη, εκλεγµένοι αξιωµατούχοι της πόλης συνεδρίαζαν προκειµένου να κάνουν τις επινοµές, να ορίσουν δηλαδή τη χρήση της κοινοτικής γης για βοσκή. Είχαν αρµοδιότητα στην οριοθέτηση, τη διανοµή και την εποπτεία των ζωνών βοσκής και στάθµευσης των ζώων, στον καθορισµό τελών για τις δηµόσιες νοµές, στον καθορισµό προστίµων σε περίπτωση πρόκλησης ζηµιών, και στον καθορισµό ειδικών (ορεινών) ζωνών βοσκής για ειδικές περιπτώσεις ζώων (όπως οι αδηφάγες αίγες) µε επιβολή επιπρόσθετου ειδικού φόρου. 

Η αριστοκρατία της περιόδου χρησιµοποιούσε το συσσωρευµένο πλεόνασµα για εσωτερική δική της κατανάλωση ή σε µη παραγωγικές επενδύσεις όπως η κατασκευή φιλόδοξων οικοδοµηµάτων για αγώνες και φεστιβάλ, όπως τα Θέατρα και τα Στάδια. Η πρακτική αυτή είχε γενικά αρνητικές επιπτώσεις στην αγροτική οικονοµία. Από την άλλη µεριά, η µαταιόδοξη και επιδεικτική αυτή συµπεριφορά έσωσε από βέβαιη καταστροφή και εξαφάνιση σηµαντικά οικοδοµήµατα της Μεσσήνης. Αυτοκράτορες όπως οι Φλάβιοι (Βεσπεσιανός, Τίτος και ∆οµιτιανός), που τιµώνται µε χάλκινους ανδριάντες στη Μεσσήνη, χρηµατοδότησαν έργα αποστράγγισης περιοχών µε έλη για να επεκτείνουν τις καλλιεργήσιµες εκτάσεις, πρόσφεραν γαίες σε ακτήµονες, και εισήγαγαν το σύστηµα της εµφύτευσης, δηλαδή µίσθωσης κτηµάτων µε την υποχρέωση αναβάθµισής τους µε νέες φυτείες και καλλιέργειες. 

Η εγκατάλειψη πολλών αγροκτηµάτων και αγροτικών οικισµών κατά την περίοδο της κρίσης του 3ου αιώνα µ.Χ. όξυνε τις απειλές στον αστικό πληθυσµό και οδήγησε στην περίφηµη έξοδο προς την ύπαιθρο, που άλλαξε τη σχέση πόλης και υπαίθρου και οδήγησε στην αναγέννηση των αγροτικών επαύλεων κατά τον 4ο και κυρίως τον 5ο αιώνα, στα χρόνια του Ιουστινιανού. Ο αυξανόµενος κοινωνικός ανταγωνισµός, ιδιαίτερα στα χρόνια των αυτοκρατόρων ∆ιοκλητιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου οδήγησε οικογένειες αριστοκρατών να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόµους στην αυτοπροβολή τους µέσα από τις πολυτελείς επαύλεις. Το όλο σύστηµα πάντως των αγροτικών επαύλεων καταρρέει τελικά στα τέλη του 5ου αιώνα µ.Χ. 

Οι εγκαταστάσεις βιοτεχνικής και µικροβιοµηχανικής δραστηριότητας στις αγροτικές επαύλεις εξακολουθούσαν να ασκούν µια µορφή ανταλλακτικής οικονοµίας, ενώ µεγάλες ποσότητες χρήµατος, για λόγους ασφαλείας, βρίσκονταν φυλαγµένες σε προστατευµένους χώρους των αστικών οικιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου