Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (Γράφει ο Γιάννης Μπίρης)

 


Στις 16 Οκτωβρίου 1827, λίγες ημέρες πριν τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, στις οδηγίες που έφτασαν στον ναύαρχο Codrington, καθορίζονταν τα σύνορα του υπό δημιουργία Ελληνικού Κράτους, ως «περιοχές που έπρεπε να αποκλεισθούν ειρηνικά»: «...από τον κόλπο του Βόλου ανατολικά, μέχρι την εκβολή του Ασπροποτάμου* δυτικά, και τα νησιά Εύβοια, Σαλαμίνα, Αίγινα, Ύδρα, Πόρος, Σπέτσες αλλά και τα άλλα γειτονικά νησιά του Αρχιπελάγους** τα οποία αποτελούν συνέχεια και εξαρτώνται από την ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο και την Κάντια***...» 

(*Ασπροπόταμος ο Αχελώος, **Αρχιπέλαγος το Αιγαίο, ***Κάντια η Κρήτη)

 

Την επόμενη της ναυμαχίας στον όρμο του Ναβαρίνου, ο Ιμπραήμ μετά την επιστροφή του από τη Μεθώνη, έστειλε τον Ταχήρ πασά για να συναντήσει τον Codrington στην «Asia». Αυτός του μετέφερε την επίσημη υπόσχεση του Ιμπραήμ ότι δεν θα υπάρξουν εχθροπραξίες εναντίον των στόλων των τριών «Μεγάλων Δυνάμεων». Αντίθετα όμως δεν δεσμεύτηκε για τα παράλια και την ενδοχώρα. Πρακτικά δηλαδή, ο Αιγύπτιος πασάς δεν αναγνώριζε ότι η εκεχειρία ήταν σε ισχύ και στην ξηρά. Οι τρεις Μεγάλοι και κυρίως ο Codrington πίστευαν ότι είχαν φέρει σε πέρας την αποστολή τους και ότι η κατάσταση θα οδηγούσε τον σουλτάνο να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ανακωχή. Έτσι αδιαφόρησαν γι’ αυτή την παρασπονδία του Ιμπραήμ και έστειλαν τις αναφορές τους προς όλους τους αρμόδιους στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Αγία Πετρούπολη, στην αγγλική βάση στη Μάλτα και στον Stratford Canning στην Κωνσταντινούπολη. 

Μια μέρα πριν αποπλεύσουν οι στόλοι από το Ναβαρίνο, ο Codrington με επιστολή στην Αντικυβερνητική Επιτροπή συμβούλεψε να περιορίσουν τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο αλλά ταυτόχρονα υπενθύμισε ότι θα πρέπει και οι Έλληνες να σταματήσουν τις πειρατικές επιδρομές. Οι Άγγλοι και οι Ρώσοι αναχώρησαν μαζί από το Ναβαρίνο για τη Μάλτα. Ο Ιμπραήμ φυσικά έμεινε στο Ναβαρίνο και τη Μεθώνη. Οι Γάλλοι κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο για τη διαφύλαξη της εκεχειρίας, λόγω της εκεί αυξημένης κινητικότητας των Ελλήνων. 

Συγκεκριμένα, αφού το σχέδιο των Μεγάλων Δυνάμεων για τα σύνορα του υπό διαμόρφωση ελληνικού κράτους είχε διαρρεύσει από τον Αύγουστο και αφορούσε τις επαναστατημένες περιοχές, μεταξύ των Ελλήνων υπήρχε ανησυχία ότι μεγάλες περιοχές θα έμεναν εκτός των σχεδίων αν εκεί η Επανάσταση είχε καταλαγιάσει. Τότε εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα επιχειρήσεις στη Χίο, την Κρήτη αλλά και τη Στερεά Ελλάδα με σκοπό να αναζωπυρώσουν εκεί τις εστίες του πολέμου, ώστε και αυτές οι περιοχές να ενταχθούν στα σχεδιαζόμενα σύνορα. 

Από τις 2 μέχρι τις 6 Αυγούστου 1827, ο προσωρινός επί των Ναυτικών γραμματέας της Επικρατείας Γεώργιος Γλαράκης κοινοποίησε στους Υδραίους την απόφαση της Αντικυβερνητικής Επιτροπής για την οργάνωση τριών εκστρατειών. Μία για την Κρήτη και ακόμα δύο, μία για την ανατολική και μία τη δυτική Ελλάδα. Αυτή η προσπάθεια αναζωπύρωσης βρήκε όμως και αλλού μιμητές. Οι Χιώτες παρά την καταστροφή του 1822, ανέλαβαν να ελευθερώσουν το νησί. Η «Επιτροπή των Χίων», που συστάθηκε στη Σύρο, προσπάθησε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για το εγχείρημα. Διορίστηκε τριμελής επιτροπή για να προσεγγίσει τον Κάρολο Φαβιέρο (Charles Nicolas Fabvier), που χολωμένος από την αρχιστρατηγία που προσφέρθηκε στον Church έμενε αδρανής στα Μέθανα. 

Ο Φαβιέρος, που λίγους μήνες νωρίτερα είχε ανακηρυχθεί από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας επίτιμος Έλληνας πολίτης, δέχθηκε και οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα που θα συναντιόταν με τους στρατολογημένους Ρουμελιώτες και τους Χιώτες της Σύρου, στα Ψαρά. Στις 17 Οκτωβρίου, δηλαδή μόλις τρεις ημέρες πριν τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο, αποβιβάστηκαν όλοι στη Χίο. Την επόμενη ημέρα έφτασε εκεί και ο Cochrane για να ξεφορτώσει πυρομαχικά. Αυτή ήταν και η τελευταία παρουσία του στην Ελληνική Επανάσταση. 

Η ελληνική κινητικότητα όμως είχε γίνει αντιληπτή από τους επικεφαλής των στόλων των τριών «Μεγάλων Δυνάμεων», οι οποίοι και εξέδωσαν διακοίνωση, στην οποία αναφέρονται και πάλι οι προθέσεις τους για τα σύνορα του υπό δημιουργία κράτους: 

«… Δεν θέλομεν υποφέρει να κάνουν οι Έλληνες καμμίαν εκστρατείαν, καμμίαν καταδρομήν ούτε κανένα αποκλεισμόν εκτός των ορίων από Βόλου άχρι Ναυπάκτου, εμπεριεχομένων των νήσων Σαλαμίνος, Αιγίνης, Ύδρας και Σπετσών. Δεν θέλομεν υποφέρει να φέρουν οι Έλληνες την επανάστασιν ούτε εις την Χίον ούτε εις την Αλβανίαν* εκθέτοντας τους λαούς εκείνους εις σφαγήν από τους Τούρκους προς αντεκδίκησιν…» 

*Αλβανία η Αιτωλοακαρνανία Παρά τη διακοίνωση, η Αντικυβερνητική Επιτροπή έστειλε βοήθεια και συμπαραστάθηκε στον Φαβιέρο. Επίσημα όμως η εκστρατεία ήταν ιδιωτική και γινόταν από την «Επιτροπή των Χίων». Και ο Φαβιέρος αγνόησε τη διακοίνωση των ναυάρχων και άρχισε τις επιχειρήσεις και απόκλεισε τους Τούρκους στο κάστρο. Όμως δεν υπήρχε θαλάσσιος αποκλεισμός των Τούρκων και ο ανεφοδιασμός τους έφθειρε την ορμή των επιτιθέμενων του Φαβιέρου. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε και ο de Rigny που ήρθε γι’ αυτό τον σκοπό μετά την ναυμαχία στο Ναβαρίνο. Παρά τις υποδείξεις και τις αντιξοότητες, ο Φαβιέρος συνέχισε την πολιορκία και στις 5 Νοεμβρίου οι δυνάμεις του ενισχύθηκαν και από το ιππικό του συνταγματάρχη Αλμέιδα αλλά και τον Κώστα Χόρμοβα ή Λαγουμιτζή που έφτασε εκεί για να επιστατήσει στην ανατίναξη των τειχών του κάστρου. Προσπαθώντας να εφοδιάσει το στράτευμά του ο Φαβιέρος επιχειρούσε επιδρομές και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Ακολούθησε μια αποτυχημένη προσπάθεια για την πυρπόληση των τουρκικών πλοίων στο Τσεσμέ, μετά από συνεννόηση με τον Κανάρη και η εκστρατεία της Χίου τον χειμώνα, εκφυλίστηκε. 

Ανάλογες ήταν οι κινήσεις και στην Κρήτη, όπου το «Κρητικόν Συμβούλιον» προσπάθησε να αναζωπυρώσει τον Αγώνα. Κι ενώ ξεκίνησαν από την Ύδρα στις 8 Οκτωβρίου έφτασαν στην Κρήτη στο τέλος Οκτωβρίου και εγκαταστάθηκαν στο πειρατικό ορμητήριο της Γραμβούσας. Από εκεί κινήθηκαν για τη Σπιναλόγκα, το Μιραμπέλλο και τα Μάλια. Η έλλειψη αρχηγού αλλά και η διάλυση του άντρου της πειρατείας στη Γραμβούσα από μια μοίρα του αγγλικού στόλου που έστειλε ο Codrington από τη Μάλτα, οδήγησαν στην υποχώρηση των Ελλήνων στις αρχές Δεκεμβρίου. 

Λίγες εβδομάδες πριν την ναυμαχία του Ναβαρίνου, η νίκη του πλοιάρχου Hastings στον κόλπο των Σαλώνων (σημ. Άμφισσα) είχε δώσει ελπίδες για νέες ελληνικές επιχειρήσεις στη δυτική Ελλάδα που στο μεγαλύτερο μέρος της είχε «προσκυνήσει». Ακόμα μια απροσκύνητη νησίδα, ήταν η Παληοκατούνα (σημ. Λεσίνι), στα δυτικά του Αχελώου. Στο τέλος Νοεμβρίου ο στρατηγός Church με χίλιους άνδρες απέπλευσε από το Καραβοστάσι κοντά στον Άραξο και αποβιβάστηκε στη δυτική Στερεά, στο Δραγομέστο (σημ. Καραϊσκάκης) στα δυτικά του ποταμού Αχελώου, βόρεια του Αστακού. Εκεί δέχθηκε τη βοήθεια του Κώστα Μπότσαρη και των Σουλιωτών. Η εκστρατεία δεν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία αφού δεν κατάφερε να φτάσει στα Γιάννενα ή τουλάχιστον στην Άρτα όπως υπολόγιζε. Ο Church κατάφερε όμως, με την κατοχή εδαφών, πόλεων και οχυρών θέσεων, να δημιουργήσει αρκετούς ελεύθερους θύλακες στην ενδοχώρα της δυτικής Ελλάδας. 

Ταυτόχρονα, μετά από συνεννοήσεις του Church με τον Κριεζώτη και τον Βάσσο, μια ελληνική προσπάθεια εκδηλώθηκε και στην ανατολική Στερεά. Τα σώματα των δυο οπλαρχηγών ξεκίνησαν από τη Σαλαμίνα με στόχο τους την Εύβοια. Ο Καρατάσος, ο Γάτσος, ο Ζορμπάς, ο Βελέντζας κ.ά. ξεκίνησαν από τη Σκόπελο. Στη διαδρομή άλλαξαν όμως τα σχέδια και κατευθύνθηκαν όλοι στο Τρίκκερι. Εκεί, λόγω και του «προσκυνήματος», βρήκαν σημαντική αντίσταση αλλά στις 15 Νοέμβρη κατάφεραν να επικρατήσουν. Μετά τη νίκη τους, λόγω της έλλειψης εφοδίων, επιδόθηκαν σε πλιάτσικο και τελικά αποχώρησαν. Αν και δεν κατάφεραν να ανακαταλάβουν εδάφη και αυτή η εκστρατεία κατάφερε να παραβιάσει τις οριοθετήσεις της συνθήκης του Λονδίνου, συντηρώντας το επαναστατικό κλίμα. 

Περίπου ένα μήνα μετά τη ναυμαχία, στις 24 Νοεμβρίου 1827, έγινε στην Κωνσταντινούπολη μια πεντάωρη σύσκεψη των πρεσβευτών των τριών «Μεγάλων Δυνάμεων» με τον υπουργό των εξωτερικών της υψηλής Πύλης Pertev Mehmed Said Paşa Efendi. Πρεσβευτής της Αγγλίας και μετά τον θάνατο του George Canning συνέχιζε να είναι ο Stratford Canning. Ο Ρώσος πρεσβευτής ήταν ο κόμης Alexander Ivanovich Ribeaupierre και ο Γάλλος πρεσβευτής ήταν ο στρατηγός, κόμης Armand Charles Guilleminot. Σε αυτή τη σύσκεψη φάνηκε για ακόμα μια φορά η αδιάλλακτη στάση του σουλτάνου απέναντι στο ζήτημα της δημιουργίας ελληνικών συνόρων και επίλυσης του ελληνικού ζητήματος. 

Οι τρεις πρέσβεις αποχώρησαν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Stratford Canning και ο Guilleminot στις 8 Δεκεμβρίου και ο Ρώσος Ribeaupierre στις 16 Δεκεμβρίου 1827. Επέδωσαν δε ειδοποίηση στην Πύλη ότι θα την θεωρούσαν υπεύθυνη αν εξ αιτίας της διαγωγής της συνέβαινε κάτι είτε σε αυτούς κατά την αναχώρησή τους, είτε στους εκεί παραμένοντες υπαλλήλους των πρεσβειών τους. Πρακτικά η απόρριψη της παρεμβάσεως των τριών πρεσβευτών ήταν μια χαμένη ευκαιρία για τον σουλτάνο να παραχωρήσει στους Έλληνες, αόριστα και χωρίς εγγυήσεις, προνόμια ανάλογα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Έτσι μετά την άκαρπη σύσκεψη η Πύλη, χωρίς φυσικά να το επιθυμεί, προετοίμαζε μια καλύτερη λύση του ελληνικού ζητήματος. 

Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Με αφορμή τη ναυμαχία στο Ναβαρίνο, που λόγω της συμμετοχής της Ρωσίας σ’ αυτήν και αμέσως μετά την αποχώρηση των τριών πρέσβεων, ο σουλτάνος Mahmud II αποκήρυξε τη ρωσο-τουρκική συνθήκη του Άκκερμαν που είχε συναφθεί πριν ένα χρόνο και στις 18 Δεκεμβρίου, απηύθυνε διάγγελμα-μανιφέστο στον τουρκικό λαό με το οποίο κήρυσσε jihad (ιερό πόλεμο) «για να ξεπλύνουν την προσβολή στην τιμή του Ισλάμ», κλείνοντας τα Δαρδανέλια. Αυτό το πολεμικό προσκλητήριο έγινε η επίσημη αφορμή για την κήρυξη από τον τσάρο του πολέμου κατά της Τουρκίας στις 26 Απριλίου 1828

Στην Αγγλία, μετά τον απροσδόκητο θάνατο του George Canning, ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο F. J. Robinson πρώτος υποκόμης του Goderich. Στις 21 Ιανουαρίου ανέλαβε πρωθυπουργός ο Arthur Wellesley πρώτος δούκας του Wellington. Σχετικά με την Ελληνική Επανάσταση ο Wellington που ήταν αντίθετος στην ανεξαρτησία της Ελλάδας, αρχικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μην εκπληρώσει τους όρους της συνθήκης του Λονδίνου (1827) ενώ απέρριψε και την έκθεση της Διάσκεψης. Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να χαλάσει τις παραδοσιακές καλές σχέσεις της Αγγλίας με την υψηλή Πύλη και επιχείρημά του ότι ο στόχος του «δεν ήταν να κατακτήσει έδαφος από την Πύλη, αλλά να ειρηνεύσει μια χώρα σε κατάσταση εξέγερσης». Ο Wellington δήλωσε ότι θέλει το ελληνικό κράτος να αποτελείται μόνο από την Πελοπόννησο και η υπόλοιπη Ελλάδα να παραμείνει στα χέρια των Οθωμανών. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του και η αλλαγή του υπουργικού συμβουλίου τον έκαναν όμως να αλλάξει στάση και να συγκαλέσει στο Λονδίνο σειρά συσκέψεων για την τελική λύση του ελληνικού ζητήματος. Προφανώς σε αυτή την αλλαγή στάσης έπαιξε ρόλο και η ανάγκη για την εξασφάλιση της αποπληρωμής των δανείων από το υπό δημιουργία ελληνικό κράτος. Οι συσκέψεις στο Λονδίνο έγιναν σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη, στις 15 Ιουνίου υπήρχε η διατύπωση ότι ο τσάρος θα εγκατέλειπε το καθεστώς του εμπολέμου στη Μεσόγειο. Στη δεύτερη στις 2 Ιουλίου, αφού οι τρεις Δυνάμεις δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε συμφωνία για τα σύνορα της Ελλάδας, καλούνταν οι τρεις πρώην πρέσβεις, που συμμετείχαν στη σύσκεψη της Κωνσταντινούπολης τον προηγούμενο Νοέμβριο, να συναντηθούν γι’ αυτό στον Πόρο, τον Σεπτέμβριο. Στην τρίτη σύσκεψη στις 19 Ιουλίου εξουσιοδοτούνταν η γαλλική κυβέρνηση να στείλει την έτοιμη από καιρό εκστρατευτική της δύναμη για να επισπεύσει την αποχώρηση του Ιμπραήμ. Η Διάσκεψη των τριών πρέσβεων με τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια ξεκίνησε στον Πόρο στις 9 Σεπτεμβρίου 1828 στοχεύοντας να καθορίσει τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους. Τα αγγλικά σχέδια για τη νέα Ελλάδα, την περιόριζαν στην Πελοπόννησο και μερικά Κυκλαδονήσια, ενώ ο Καποδίστριας με μνημόνιο που κατέθεσε καθυστερώντας τη Διάσκεψη, σκόπευε να εντάξει σ’ αυτήν και την εύφορη Στερεά Ελλάδα μέχρι τη γραμμή Δέλβινου-Θεσσαλονίκης ή τουλάχιστον αυτή μεταξύ Πρέβεζας-Βόλου. Τελικά μετά από πολλές διαβουλεύσεις η Διάσκεψη αποφάσισε ότι η πιο «απλή» γραμμή ήταν αυτή από την Άρτα μέχρι τον Παγασητικό κόλπο συμπεριλαμβάνοντας στο ελληνικό κράτος και τη Στερεά Ελλάδα που είχε εν μέρει απελευθερώσει ο Church. 

Στις 16 Νοεμβρίου, πριν ακόμα οι πρέσβεις στείλουν την έκθεσή τους από τον Πόρο, με πρωτοβουλία του Wellington είχε υπογραφεί ένα Πρωτόκολλο το οποίο έθετε την Πελοπόννησο, τα παρακείμενα νησιά και τις Κυκλάδες «….υπό την προσωρινή προστασία των τριών Αυλών…». Αν οι πρέσβεις ακολουθούσαν το σχέδιο του Wellington για σύνορα στον Ισθμό, τότε θα δημιουργούνταν μεγάλο κύμα Ελλήνων προσφύγων που θα ήθελαν να εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο. Ακόμα το Πρωτόκολλο όριζε ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι μοναρχία. 

Τελικά, οι πρέσβεις από τον Πόρο έστειλαν την έκθεσή τους τον Δεκέμβριο του 1828 με τη σύσταση τα βόρεια σύνορα να χαραχτούν από την Άρτα έως τον Βόλο ή τη Λαμία. Στις προτάσεις τους συμπεριλήφθηκαν η Σάμος και η Κρήτη. Οι επιτυχίες του Church στη Στερεά Ελλάδα έφερναν εκνευρισμό και αμηχανία στον Wellington αφού δημιουργούσαν τετελεσμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου