Ένα μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, τον Αύγουστο του 1827, πέθανε ο Γεώργιος Canning, ο οποίος εκτελούσε και χρέη πρωθυπουργού. Όμως, είχε ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για το «ατυχές συμβάν», όπως χαρακτηρίστηκε από την Μ. Βρετανία η ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον Οκτώβριο του έτους 1827.
Στην ναυμαχία έλαβαν μέρος οι στόλοι των ναυάρχων Codrington, από την Αγγλία, de Rigny, από την Γαλλία και τουεκπατρισμένου από την Ολλανδία- van Heiden για την Ρωσία. Αντίπαλός τους ήταν ο Ιμπραήμ πασάς, ηγέτης των Τουρκοαιγυπτίων. Οι τρεις ναύαρχοι είχαν λάβει εντολή να αποκλείσουν τα παράλια της νοτίου Ελλάδος, ώστε να εμποδίσουν την μεταφορά στρατευμάτων από την Αίγυπτο στην επαναστατημένη χώρα και, παράλληλα, να περιορίσουν την δράση του στόλου του Ιμπραήμ. Από την πλευρά του, ο Ιμπραήμ αδυνατούσε να παραδεχθεί ότι οι στόλοι των τριών Μ. Δυνάμεων θα προσέφευγαν στην βία, σε περίπτωση, κατά την οποία ο οθωμανικο- αιγυπτιακός στόλος προσπαθούσε να εξέλθει από την θαλάσσια περιοχή της Πυλίας, όπου είχε αποκλειστεί. Στις 20 Οκτωβρίου, ο στόλος των συμμάχων εισήλθε στον κόλπο, χωρίς όμως να έχει λάβει εντολή για προσφυγή στην βία. Αντίθετα, η εντολή ανέφερε ότι οι εκπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων όφειλαν να ασκήσουν πίεση στον Ιμπραήμ, προκειμένου ο τελευταίος να τερματίσει την δήωση και καταστροφή της Πελοποννήσου.
Η σύγκρουση προήλθε από ένα τυχαίο περιστατικό. Αναλυτικά, από ένα αιγυπτιακό πλοίο, πυροβόλησαν και τραυμάτισαν θανάσιμα τους επιβαίνοντες σε μία άοπλη λέμβο. Τα θύματα πήγαιναν για διαπραγματεύσεις. Μέσα σε λίγες ώρες, η σύρραξη γενικεύθηκε. Μέχρι τις 6 το απόγευμα, ο στόλος του Ιμπραήμ, ο οποίος απαριθμούσε περίπου 125 πολεμικά και μεταγωγικά πλοία, είχε υποστεί μία ολοκληρωτική καταστροφή.
Η ναυμαχία και η εξέλιξή της ικανοποίησαν μόνο τους Έλληνες και τους ναύτες των τριών συμμαχικών δυνάμεων, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να αποδείξουν την δεινότητά τους σε μία αναμέτρηση, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί. Υπήρξε ένα συμβάν, το οποίο κατέστη αναπόφευκτο μετά από ασάφεια σε εντολές, οι οποίες αφήνουν πρωτοβουλία κινήσεων σε διοικητές ανδρών χωρίς πολιτικές ευθύνες. Αναλυτικότερα, οι Μ. Δυνάμεις, εν ονόματι των οποίων οι Codrington, de Rigny και van Heiden εκμηδένισαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, δεν είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φυσικά, δεν κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του σουλτάνου μετά το «ατυχές συμβάν».
Οι τρεις ναύαρχοι στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Ωστόσο, περισσότερο διακρίθηκε ο Codrington, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ψυχή της ναυμαχίας». Ακόμη, η νίκη αυτή χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό στην Πετρούπολη και το Παρίσι. Συγκεκριμένα, οι Ρώσοι είχαν φανεί αντάξιοι ναυτικοί των Βρετανών και των Γάλλων. Επίσης, η Ρωσία, μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, διέθετε ισχυρότερο στόλο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο της Πύλης. Από την πλευρά τους, οι Γάλλοι ένιωθαν μία ηθική ικανοποίηση για την επιτυχία του ναυτικού τους, το οποίο είχε ταπεινωθεί μετά την συντριβή τους στο Traffalgar, το 1805.
Από την πλευρά του, ο Αυστριακός καγκελάριος Metternich εξέφρασε την άποψη ότι θα ακολουθούσε μία κατάσταση χάους. Αρνητική ήταν και η αντίδραση του αυτοκράτορα Φραγκίσκου. Επίσης, η υποδοχή του νέου στο Λονδίνο ήταν ψυχρή. Συγκεκριμένα, μεγάλο τμήμα της αγγλικής κοινής γνώμης θεωρούσε ότι η καταστροφή του οθωμανικού στόλου άνοιγε τον δρόμο της Ρωσίας στην Μεσόγειο θάλασσα.
Επιπρόσθετα, η στάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενίσχυε ένα είδος αμηχανίας για τις τρεις Μ. Δυνάμεις. Αναλυτικότερα, η Πύλη ζητούσε αποζημίωση για τον κατεστραμμένο στόλο της, αλλά απέφυγε τα αντίποινα κατά των συμφερόντων και των υπηκόων των τριών Μ. Δυνάμεων, οι οποίοι κατοικούσαν σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνοπτικά, το κλίμα ευφορίας υπήρχε μόνο στην Ελλάδα και στην Ρωσία.
Η Αγγλία και η Γαλλία δήλωναν την πρόθεσή τους να παραμείνουν πιστές στις υποχρεώσεις, τις οποίες είχαν απέναντι στην Ρωσία. Σαφέστερα, θα απέκλειαν τις ελληνικές ακτές, για να εμποδίσουν την ενίσχυση των δυνάμεων του Ιμπραήμ από την Αίγυπτο. Από την πλευρά της, η Γαλλία δήλωσε ότι προτίθεται να συμμετάσχει στην λήψη μέτρων, για την εκκένωση της Πελοποννήσου από τα στρατεύματα της Πύλης.
Η άμεση συνέπεια των προθέσεων αυτών ήταν διττή. Αναλυτικά, το 1828, η Γαλλία έστειλε στρατεύματα στην Πελοπόννησο. Το ίδιο έτος, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο οποίος οδήγησε στην συντριβή της δεύτερης και την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης, στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Την ίδια περίοδο, είχε συγκληθεί η συνδιάσκεψη του Λονδίνου, στην οποία συμμετείχαν ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών και οι πρέσβεις των άλλων δύο Δυνάμεων.
Με το ζήτημα αυτό ασχολήθηκαν και οι πρέσβεις των τριών Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι είχαν μεταβεί στον Πόρο. Η εντολή, την οποία είχαν, ήταν συνυφασμένη με την διερεύνηση ζητημάτων ως προς τα όρια και το πολίτευμα του νέου κράτους. Στον Πόρο, οι πρέσβεις συναντήθηκαν με τον Καποδίστρια. Τελικά, στις 12 Δεκεμβρίου 1828, οι πρέσβεις παρουσίασαν υπόμνημα με τις προτάσεις τους. Σαφέστερα, πρότειναν η επικράτεια της Ελλάδος να εκτείνεται προς βορράν έως τον Αμβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά. Στην επικράτεια θα περιλαμβάνονταν η Εύβοια, οι Σποράδες και οι Κυκλάδες. Ακόμη, πρότειναν ο φόρος υποτελείας να υπολογιστεί βάσει του οθωμανικού καθεστώτος και, ως πολίτευμα, το μοναρχικό. Όπως ήταν φυσικό, οι προτάσεις αυτές υιοθετήθηκαν με το πρωτόκολλο της 22ης Μαρτίου 1829, με το οποίο οι Μ. Δυνάμεις ενίσχυαν την απόφασή τους να τερματίσουν τις εχθροπραξίες ανάμεσα σε Έλληνες και Οθωμανούς και, συγχρόνως, να εξασφαλίσουν την ίδρυση αυτόνομης εθνικής εστίας, φόρου υποτελούς στην Πύλη, με πολίτευμα μοναρχικό. Επιπλέον, ο νέος ηγεμόνας έπρεπε να είναι χριστιανός και, η επιλογή του θα γινόταν από τις Μ. Δυνάμεις. Βέβαια, αποκλείστηκε εκ προοιμίου το ενδεχόμενο να αποτελεί γόνο των βασιλικών οικογενειών της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Κλείνοντας, ως προς το θέμα των συνόρων του νεότευκτου κράτους, η Συνδιάσκεψη αποδέχθηκε τα προτεινόμενα από τους πρέσβεις σύνορα.
Παναγιώτης Κότσης
Φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου