Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Βέλιος (Βελισάριος) Διον. Καραβίας (1948-2009) Εφυγε από τη ζωή αυτός που έσωσε 29 ναυτικούς

image

Ο Βέλιος πάνω στη λάτζα του “Αγιος Νικόλαος“

Στα 61 του χρόνια έφυγε από τη ζωή και κηδεύτηκε στις 15-1-2009 ο Βέλιος που τίμησε την ναυτοσύνη των προγόνων του. Στην ιστορική Πύλο έζησε τη ζωή από μικρός μαζί με τη θάλασσα που τόσο πολύ αγάπησε με τη ναυτολόγησή του στα ποντοπόρα πλοία και μέχρι τέλους της ζωής του με τη λάτζα του, το χιούμορ του, το γέλιο του και τη φιλοξενία του.
Οσοι τον γνώρισαν θα τον θυμούνται πάντοτε και για το πάθος του για τον «Παναθηναϊκό». Στη ζωή του είχε μόνο φίλους, δεν γνώρισε εχθρούς.
Ο Βέλιος γεννήθηκε στην Πύλο. Γιος του Νιόνιου και της Λαμπρινής, το τελευταίο παιδί τριμελούς ναυτικής οικογένειας που οι πρόγονοί του έρχονται ναυτικοί από την Ιθάκη στην Πύλο μετά την επανάσταση του ’21, όπως και οι περισσότεροι από διάφορα άλλα μέρη της χώρας. Παντρεύτηκε την Μαρία Κρεκούκια και απέκτησε τρεις άξιες κόρες που σπουδάζουν και τιμούν την οικογένειά τους και έχουν έφεση για γνώση. Δυστυχώς δεν έζησε να τις καμαρώσει όπως ήθελε και αγαπούσε. Πάντοτε μιλούσε για τις σπουδές τους και εργαζόταν για να έχουν στη ζωή τους ένα καλύτερο μέλλον από αυτόν.
Το γεγονός που σφράγισε τη ζωή τού Βέλιου από τα 29 του χρόνια μέχρι το τέλος της και που το διηγείτο χωρίς έπαρση ήταν ότι έσωσε 29 ναυτικούς το απόγευμα της 23ης Φλεβάρη του 1980 όταν το δεξαμενόπλοιο «Irenes Serenade» που ανήκε στον εφοπλιστή Παν. Τσάκο και μετέφερε 102.000 τόννους πετρέλαιο, φλέγεται στο λιμάνι της Πύλου δίπλα στην Σφακτηρία. Λαμπάδιασε όλος ο χώρος. Δώδεκα ώρες καιγόταν και οι κάτοικοι πανικόβλητοι άρχισαν να εγκαταλείπουν την Πύλο φοβούμενοι για εκρήξεις. Ο Βέλιος με σεμνότητα περιγράφει το γεγονός: «Οταν άκουσα την πρώτη μεγάλη έκρηξη και είδα μετά το δεξαμενόπλοιο να αρπάζει φωτιά από την πλώρη και τη μέση, βρισκόμουν 100 μέτρα μακριά περίπου. Πήγαινα υπαλλήλους της εταιρείας στο καράβι. Εκείνη την ώρα, που η θάλασσα έπιανε φωτιά δεν ξέρω τι μου ’ρθε. Φουλάρισα την μηχανή και όρμησα μέσα στις φλόγες. Κάποιος μου φώναξε “γύρνα πίσω, θα σκοτωθούμε“. Μα εγώ δεν τον άκουσα. Σκέφτηκα τις φαμίλιες τους και πήγα κοντά στο φλεγόμενο καράβι». «Δεν έκανα τίποτα», λέει ο Βέλιος. «Εσωσα απλώς 29 νοματαίους ναυτικούς. Κι εγώ που ζω στη θάλασσα από μικρό παιδί, τους αγαπώ πολύ τους ναυτικούς. Εκείνη τη στιγμή δεν σκέφτηκα ότι κινδυνεύω και τόσο. Ηθελα μόνο να τους σώσω. Πήγα τη λάτζα μου κοντά στην ανεμόσκαλα, τους βοήθησα να κατέβουν όλοι κι ύστερα, μέσα από τη φλεγόμενη θάλασσα, έφτασα στην ακτή. Ετσι νομίζω θα ’καναν κι αυτοί για μένα».
Με την απαράμιλλη αυτή πράξη του ο Βέλιος έδωσε το παράδειγμα και απέδειξε ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που με τις πράξεις τους τιμούν τον άνθρωπο, θυσιάζονται γι’ αυτόν χωρίς ανταμοιβές και αποτελούν πρότυπο για τις νεότερες γενιές και ιδιαίτερα των ναυτικών. Η Ακαδημία Αθηνών, ο Δήμος Πύλου, ο Ερυθρός Σταυρός και ο Ροταριανός Ομιλος τίμησαν την πράξη του με τα ανάλογα διπλώματα. Η Πύλος, με την ναυτική ιστορική παράδοση, θα πρέπει την ηρωική αυτή πράξη της διάσωσης των 29 ναυτικών που είναι μοναδική στα ναυτικά χρονικά της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, να βρει τον κατάλληλο χώρο και να αναφέρεται το γεγονός για τις μέλλουσες γενιές και ιδιαίτερα για τους ναυτικούς. Ο Βέλιος από εκεί ψηλά που αναπαύεται τώρα, θα αγναντεύει τη βαθιά θάλασσα του Ιονίου που αγάπησε και ταξίδεψε με τη λάτζα του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της πυλιακής γης που τον σκεπάζει μαζί με τους γονείς του.
Δ.Ν. Παπαδήμας "ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" 28/01/2009

Το 1984 στο περιοδικό “Γνώση και τέχνη” ο συντάκτης Αλ. Αργυρούδης έγραφε στο ποίημά του "ΒΕΛΙΟΣ" :
"Επήρα την απόφαση και άρπαξα το τιμόνι,
τον κίνδυνο την ώρα αυτή δεν σκέφτηκα και τόσο,
κι όρμησα μέσα στη φωτιά με την φτωχή μου λάντζα,
γιατί αγαπώ τους ναυτικούς κι έπρεπε να τους σώσω".
"Σύννεφα μαύρα σκοτεινά στον ουρανό ανεβαίναν
φλόγες πετάχτηκαν ψηλά, θεόρατες στην πλώρη
τραγούδι, γλέντι και χορό θανάτου είχαν στήσει
έξω στης Πύλου τα νερά καιγόταν το βαπόρι.
Καμιά τριανταριά ψυχές με την ψυχή στο στόμα
τα μάτια τους προς τη στεριά είχανε καρφωμένα
ζούσαν μέσα στον όλεθρο, το ρίγος του θανάτου
μαρμαρωμένοι κι άφωνοι περίμεναν εμένα.

Κάποιος δειλός μού φώναξε “Γύρνα θα σκοτωθούμε”.
“Φίλε, φαμίλιες έχουμε, ντροπή για τα παιδιά μου
το ίδιο θα ‘καναν κι αυτοί για μένα και για σένα”.
Μεσ’ στη φωτιά της θάλασσας, φωτιά πήρε η καρδιά μου.
Στην ανεμόσκαλα κοντά εσίμωσα τη λάντζα
τους βόηθησα να κατεβούν και στη στεριά τους πήγα.
Επαίνους και παράσημα δεν θέλω και με φτάνει
τ’ αχνό, χλωμό χαμόγελο που στη θωριά τους είδα."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου