1. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο του όρου “θρησκευτικός τουρισμός“ και να τον εντάξουμε στο γενικό πλαίσιο κυρίως του θεματικού τουρισμού, νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε μία βασική διάκριση, μεταξύ του θρησκευτικού τουρισμού ως περιηγητισμού και του προσκυνηματικού τουρισμού.
Θεωρώ ότι η παρούσα διάκριση μεταξύ του προσκυνηματικού τουρισμού και θρησκευτικού περιηγητισμού και κάθε άλλου είδους τουριστικής δράσης είναι σημαντική, το δε περιεχόμενο της διάκρισης αυτής προσδιορίζει επακριβώς και την ειδοποιό διαφορά, με την οποίαν αφενός αναδεικνύεται ο ιδιαίτερος σκοπός (προσκυνηματικός) και αφετέρου χαρακτηρίζεται ο σημασιολογικός (θρησκευτικός) χαρακτήρας της.
Οπως είναι γνωστό από την ιστορία πάντοτε είχαμε προσκυνηματικές εξορμήσεις (περιηγητισμό) κυρίως προς τους Αγίους Τόπους (Ιεροσόλυμα) και μέσα από τις προσκυνηματικές αυτές περιηγήσεις, πληροφορούμεθα όχι μόνο τον προσκυνηματικό και θρησκευτικό χαρακτήρα των
εξορμήσεων, που αποτελούσε τον πρωτεύοντα και πρωταρχικό λόγο πραγματοποίησής τους, αλλά και κάθε τι άλλο δευτερεύον στοιχείο, το οποίον συναντούσαν οι προσκυνητές -περιηγητές, το κατέγραφαν, και έτσι παράλληλα με τις θρησκευτικές πληροφορίες (θείες λειτουργίες, συνάξεις, προσευχές, ακολουθίες κ.ά.) πληροφορούμεθα και για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της τοπικής κοινωνίας, αλλά και για την γενικότερη ιστορική παρουσία και δράση του συγκεκριμένου τόπου. Ετσι νομίζω ότι γίνεται και σήμερα. Ο σκοπός μιας επίσκεψης, σε έναν τόπο, εκκλησιαστικό ή θρησκευτικό, καθορίζεται από το κίνητρο του προσκυνητού ή περιηγητού, εάν δηλαδή γι’ αυτόν τον προσκυνητή προσωπικά είναι όντως τόπος προσκυνηματικός θρησκευτικός ή θρησκευτικός περιηγητισμός και τουριστικός. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ο επισκέπτης αντιμετωπίζεται πάντοτε ως προσκυνητής και με αυτήν την “ιδιότητα“ τον “υποδέχεται“ στα διάφορα προσκυνήματα, ανεξάρτητα εάν μέσα από την προσκύνηση του “υποδεικνύει“ και τον εκκλησιαστικό θησαυρό, ως σημαντικό ιστορικό μνημείο.
Παράλληλα, και εκ των πραγμάτων, η συμβολή του προσκυνηματικού περιηγητού στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας είναι μία άλλη ανεξάρτητη μεν, παράλληλη όμως διαδικασία, η οποία θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι λειτουργεί μονομερώς και μονοσήμαντα, χωρίς όμως να δημιουργεί και κάποια δυσλειτουργία.
Τα μεγάλα προσκυνήματα ή οι λοιποί προσκυνηματικοί τόποι, της χώρας (π.χ. ο Αγ. Ιωάννης του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας, η Ιερά Μονή του Αγ. Γερασίμου στη Νήσο Κεφαλλονιά, το προσκύνημα του Αγ. Διονυσίου και Αγ. Σπυρίδωνος, στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα η Ιερά Μονή Οσίου Λουκά Στειρίου αντίστοιχα, ακόμη και ο “κλειστός“ χώρος του Αγίου Ορους), νομίζω ότι αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των όσων ανέφερα παραπάνω.
Επιπλέον ιστορικά και λαογραφικά επιβεβαιώνεται, ότι η τοπική κοινωνική ζωή και οικονομική ανάπτυξη επιτεύχθηκε ακριβώς γύρω από συγκεκριμένα προσκυνήματα και γύρω από αυτά δομήθηκε και ολόκληρη η ζωή του τόπου και των πολιτών του ενώ διαμορφώθηκαν και τα αντίστοιχα ήθη και έθιμα. Τα οφέλη από την ανάπτυξη του προσκυνηματικού περιηγητισμού σε μία πολυπολιτισμική μορφή κοινωνίας, δεν είναι μόνο οικονομικά ή αναπτυξιακά, με το απόλυτο περιεχόμενο των όρων, αλλά μ’ αυτά παρέχεται και η δυνατότητα επικοινωνίας και διαλόγου και ανάδειξης άλλων επιμέρους στοιχείων της πολιτιστικής ταυτότητος και κληρονομιάς του κάθε τόπου. Ετσι ο προσκυνηματικός περιηγητισμός γίνεται και υπό την ευρύτερη έννοια και τουριστικός, με χαρακτήρα όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτιστικό.
2. Για να μπορέσει όμως να λειτουργήσει αποδοτικά και χωρίς τριβές ο συγκεκριμένος θεματικός τουρισμός και επιπλέον για να διατηρήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του (θρησκευτικός και προσκυνηματικός) θα πρέπει να τεθούν ορισμένες αρχές.
α. Για κάθε τοπική Εκκλησία και γενικότερα για κάθε εκκλησιαστικό φορέα κάθε προσκυνηματικός τόπος αποτελεί σημείον λειτουργικής αναφοράς και λατρευτικής σύναξης και ως τέτοιος αντιμετωπίζεται και πρέπει να αντιμετωπίζεται και από την Πολιτεία.
Με τις παραπάνω διευκρινίσεις νομίζω ότι έγινε κατανοητό το πώς η Εκκλησία αντιμετωπίζει και τους προσκυνητές αλλά και το πώς θα πρέπει να αντιδρά η τοπική κοινωνία.
β. Για την Εκκλησία κάθε εκκλησιαστικό (θρησκευτικό) μνημείο είναι συγχρόνως, όπως και διαχρονικά πάντοτε ήταν, τόπος λατρείας και στοιχείο λειτουργικής αναφοράς. Αλίμονο η Εκκλησία να αποδεχόταν τους συγκεκριμένους μνημειακούς
θησαυρούς, είτε ως απλά μουσειακά μέρη, είτε ως μέσο πορισμού χρημάτων αποκλειστικά και μόνο, αυτό θα σήμαινε πλήρη εκκοσμίκευση.
γ) Επιπλέον η Εκκλησία, στα πλαίσια της ειδικής μορφής ανάπτυξης του συγκεκριμένου θεματικού τουρισμού πρέπει να συνεργαστεί με τοπικούς τουριστικούς φορείς (Επιμελητήρια, τουριστικούς πράκτορες, τουριστικά γραφεία) ώστε με όχημα τον πολιτιστικό τουρισμό να οδηγηθούν σε μία εξωστρέφεια, πέραν του τοπικού, να αναπτύξουν και άλλες δράσεις προβολής και ανάδειξής του, πέραν από τα στενά όρια ακόμα και της χώρας και εισόδου στην διεθνή τουριστική “αγορά“.
3) Για τον λόγο αυτό χρειάζεται να οριοθετήσουμε τους στόχους του θρησκευτικού τουρισμού, οι οποίοι φαίνεται ότι δεν ταυτίζονται απόλυτα με τις λοιπές μορφές ή τουριστικές εκφράσεις.
Θα ήταν ακόμη χρήσιμο η τοπική κοινωνία, με τη σύμπραξη της τοπικής Εκκλησίας να οδηγηθεί σε δράσεις τέτοιες, ώστε μέσα από την αναβάθμιση του προσκυνηματικού τουρισμού να αναδεικνύεται η θρησκευτική κληρονομιά του κάθε τόπου, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να αναπτυχθεί και ο θρησκευτικός περιηγητισμός ή ο θρησκευτικός τουρισμός.
Γι’ αυτό θα πρέπει να μην δραστηριοποιούμεθα τουριστικά μόνο στην λεγόμενη τρίτη ηλικία των τουριστών, όπου μέσα σε μία ημέρα επισκέπτονται δύο ή τρία μοναστήρια. Θα πρέπει να προκαλέσουμε τους νέους, με την προβολή στοιχείων όχι μίας ευσεβιστικής, θρησκόληπτης ή θεοφοβούμενης θρησκευτικότητας, αλλά μέσα από υγιή μηνύματα, τα οποία “εξαγγέλλουν“ τα ίδια τα θρησκευτικά μνημεία.
Δεν θα πρέπει να απευθυνόμεθα μόνο στους ορθοδόξους τουρίστες. Η πολυπολιτισμικότητα των κοινωνιών μας “επιβάλλει“ να ανοιχθούμε και στους άλλους χριστιανούς, τους μη ορθοδόξους, αλλά και στους μη χριστιανούς, τους ετεροθρήσκους.
Θα πρέπει τέλος να σεβόμεθα τον τρόπο της ζωής και της λειτουργικότητας των θρησκευτικών τόπων, γιατί ο θρησκευτικός περιηγητισμός ή τουρισμός δεν μπορεί να λειτουργεί ανασταλτικά προς την παράδοση και τα κρατούντα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά ήθη, αφού και αυτά αποτελούν εκφράσεις και εκφάνσεις τόσο μίας υγιούς θρησκευτικότητας όσο και της μιας πολιτισμικής κληρονομιάς.
4. Ειδικότερα με την ανάπτυξη του θρησκευτικού τουρισμού στη Μεσσηνία απαιτείται η αρχή να γίνει από την Περιφερειακή Ενότητα Μεσσηνίας, ως μία προσπάθεια καταγραφής, αποτύπωσης, κατάστρωσης των διαφόρων τουριστικών χαρτών θρησκευτικών μνημείων (έντυπα και ηλεκτρονικά) και “χώρων“ ηλεκτρονικής πλοήγησης σε μία μορφή ηλεκτρονικών αρχαιολογικών πάρκων.
Δυστυχώς όμως στον συγκεκριμένο θεματικό τουρισμό βρισκόμαστε σε αρκετά εμβρυϊκό στάδιο, σε αντίθεση με τον προσκυνηματικό τουρισμό, ο οποίος λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια αυθόρμητα, με κίνητρο την θρησκευτικότητα των πιστών, οι οποίοι, είτε εκ παραδόσεως, είτε λόγω ευσεβείας, συμμετέχουν προσκυνηματικά τόσο στο παμμεσσηνιακό προσκύνημα της Υπαπαντής του Κυρίου, όσο και στις εορτές των Ιερών Μονών Βουλκάνου και Δημιόβης, γύρω από τις οποίες εορτές αναπτύσσονται και άλλες τοπικές “λαϊκές“ πανηγύρεις, ήθη και έθιμα.
Τα στοιχεία αυτά θεωρώ ότι μας δίνουν την ευκαιρία να σκεφθούμε, με περισσότερη σοβαρότητα και οργανωτικότητα, έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό προβολής και ανάδειξης των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών μνημείων, πάντοτε όμως στα πλαίσια αυτά που περιγράψαμε παραπάνω. Σ’ αυτή την μακροπρόθεσμη οργανωτική μελέτη και τον σχεδιασμό είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας ιδιαίτερα εδώ, στην Μεσσηνία, ότι υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα, η διασπορά και η πολλαπλότητα των μνημείων, το οποίο πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί. Ισως η μελέτη προβολής και ανάπτυξης των θρησκευτικών μνημείων με άξονες τους τέσσερους μεγάλους οδικούς άξονες: Τσακώνα-Καλαμάτα, Καλαμάτα-Ριζόμυλος-Πύλος, Καλαμάτα-Γύθειο και Τσακώνα-Καλό Νερό-Κυπαρισσία, σε συνεργασία και με την τοπική Εκκλησία, θα μπορούσε να αποτελέσει μία πρόταση, ώστε να δημιουργηθεί σε κάθε οδικό άξονα μια περιπεπλεγμένη και διαπλεκόμενη μορφή περιήγησης, με στόχο τα θρησκευτικά μνημεία, στα οποία πολλά από αυτά υπάρχουν και σε μία διαχρονική διαστρωμάτωση, ως προς τη θρησκευτικότητά τους (βλ. Αρχαία Μεσσήνη), και συγχρόνως να παρουσιάζονται, με τη συνδυασμένη μετακίνηση των περιηγητών και στην ευρύτερη περιοχή.
Η άλλη πρόταση θα μπορούσε να ήταν η δημιουργία “αρχαιολογικών πάρκων“, όπου θα αναδεικνύονται κατά γεωγραφικές συντεταγμένες τα θρησκευτικά μνημεία κάθε περιοχής. Το θέμα το οποίο θα πρέπει τέλος να απασχολήσει σοβαρά τους τοπικούς φορείς είναι η δυνατότητα και η επιλογή εφαρμογής του τύπου και των επιδιώξεων, προς διαμόρφωση ενός αξιόπιστου και παραγωγικού χάρτου τουριστικής ανάπτυξης, στα όρια του νομού, μία αρμοδιότητα των διαφόρων τοπικών φορέων, όπου η συμβολή της τοπικής Εκκλησίας δεν είναι και τόσο καθοριστική, αν και μπορεί να αποδειχθεί ουσιαστική, στα πλαίσια οποιασδήποτε συνεργασίας, κυρίως για την προβολή και την λειτουργική αξιοποίηση των θρησκευτικών μνημείων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ανασυγκρότηση, η αναδόμηση και η λειτουργία του Ανδρομονάστηρου).
5. Θεωρώ ότι η Μεσσηνία μπορεί και πρέπει να γίνει τόπος προορισμού κάθε μορφής θεματικού τουρισμού και οπωσδήποτε του θρησκευτικού, και έχει όλα εκείνα τα εχέγγυα για να αναπτυχθεί, κυρίως γιατί απέφυγε κάθε είδους μορφές τουριστικού εκφυλισμού, κι αυτό γιατί κατεβλήθη προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να αναπτυχθεί μία ήπια μορφή τουριστικής ανάπτυξης, χωρίς εκτροπές εκφυλιστικές και εν ονόματι του ατομικού συμφέροντος, αποκλειστικά και μόνο, είτε εν ονόματι του χρήματος (βλ. Κρήτη ή Ρώμη ή Ισπανία) και της εμπορευματοποίησης.
Εχει αποδειχθεί, από σύγχρονες στατιστικές, ότι ο ήπιος και παραδοσιακός τουρισμός, χωρίς ακρότητες και άλλου είδους παρεκτροπές, συμβάλλει στην ουσιαστική αναβάθμιση γενικότερα της τουριστικής ανάπτυξης και αποτελεί την αφορμή για μία ακόμη ποιοτική και τουριστική εξέλιξη σε τοπικό επίπεδο.
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" 23/10/2011
PES STON MHTROPOLITH OTI O VOUDOURHS TON GYREYEI STHN
ΑπάντησηΔιαγραφήPARELASH.