Νέο αναπτυξιακό πρότυπο απαιτείται για τον κλάδο του ελαιόλαδου στην Ελλάδα, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Εκτιμάται πως η είσοδος νέων ανταγωνιστών και η αναθεώρηση της ΚΑΠ καθιστούν μονόδρομο μια εκ βάθρων αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί ο κλάδος στην Ελλάδα - με έμφαση πλέον στην τυποποίηση, την καθετοποίηση και τις οικονομίες κλίμακας. Ευτυχώς οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την πραγματοποίηση αυτής της μεταστροφής, η οποία μπορεί να διπλασιάσει την αξία των ελληνικών εξαγωγών ελαιόλαδου. Σε ένα εξαιρετικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον μάλιστα, το ελληνικό ελαιόλαδο έχει ως βασικό όπλο την υψηλή του ποιότητα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, η τυποποίηση και η δημιουργία του ελληνικού brand θα μπορούσαν να αυξήσουν τα έσοδα από εξαγωγές ελληνικού ελαιόλαδου κατά 250 εκατ. ευρώ ετησίως (προσεγγίζοντας τα 560 εκατ. ετησίως από περίπου 310 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο την τελευταία πενταετία).
Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας καθώς καλύπτει το 9% της αξίας αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα (έναντι 1% στην Ευρώπη). Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιόλαδου παγκοσμίως (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 0,3 εκατ. τόνων, συνεισφέροντας το 0,4% του ΑΕΠ.
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, προσεγγίζοντας τους 3 εκατ. τόνους την τελευταία πενταετία από 1,5 εκατ. τόνους στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της αλματώδους ανάπτυξης ήταν:
i) η Ισπανία, η οποία διπλασιάζοντας την παραγωγή της καλύπτει πλέον άνω του 40% της παγκόσμιας παραγωγής και
ii) νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιο τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014 από 25% το 1990.
Κομβικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου (εμπορικές ροές) διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιόλαδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεων της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας υπεραξία τυποποίησης της τάξης των 1,3 ευρώ/κιλό. Οι Ελληνες παραγωγοί δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% τη δεκαετία του 1990.
Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής:
• κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής
• χαμηλός βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης και κυρίως υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων
• μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής ελαιόλαδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία)
Βάσει υποδειγμάτων για τις βασικές μεταβλητές της διεθνούς αγοράς ελαιόλαδου, η μελέτη εκτίμησε την πορεία του κλάδου για την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση εκτιμάται ότι θα αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,7% (με την αύξηση να αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις μη παραδοσιακές αγορές). Παράλληλα, οι διεθνείς τιμές ελαιόλαδου αναμένεται ότι θα κινηθούν ανοδικά (προσεγγίζοντας τα 2,7 ευρώ/κιλό το 2020 από 2,5 ευρώ/κιλό το 2014), κυρίως λόγω (i) της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά των τριών βασικών παραγωγών και (ii) της εκτιμώμενης πτώσης του επιπέδου επιδοτήσεων λόγω της αναθεώρησης της ΚΑΠ. Η επόμενη πενταετία για το ελληνικό ελαιόλαδο αναμένεται να χαρακτηριστεί από δύο σημαντικές προκλήσεις:
1. Ο ανταγωνισμός εκτιμάται ότι θα ενταθεί, με νέες εξαγωγικές χώρες να εισέρχονται στη διεθνή αγορά και με παραδοσιακές εισαγωγικές αγορές (όπως οι ΗΠΑ) να ξεκινούν να παράγουν και να εισάγουν χύμα.
2. Παράλληλα, η ελληνική παραγωγή ελαιόλαδου εκτιμάται ότι θα δεχθεί σημαντική πίεση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ, σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις για το ελληνικό ελαιόλαδο εκτιμάται ότι θα περιοριστούν κατά 29% σε πραγματικούς όρους στο διάστημα 2013-2020. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί η υψηλή εξάρτηση των Ελλήνων ελαιοπαραγωγών από τις επιδοτήσεις, οι οποίες καλύπτουν το 41% των εσόδων τους (έναντι 32% για τους Ιταλούς και 28% για τους Ισπανούς). Συνεπώς, η παραγωγή αναμένεται να περιοριστεί κοντά στους 280,000 τόνους το 2020 - με το μερίδιο της Ελλάδας στην παγκόσμια παραγωγή να περιορίζεται στο 8,5% το 2020 από 11% το 2014.
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου κρύβονται στην καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής
Με τη στήριξη από τις επιδοτήσεις να περιορίζεται και με την Ιταλία να μειώνει σταδιακά την εξάρτησή της από την Ελλάδα για τις εισαγωγές της σε χύμα ελαιόλαδο (από 30% των ιταλικών εισαγωγών το 1990 σε 17% το 2014), η αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης καθίσταται πλέον μονόδρομος. Δεδομένου ότι η προφανής διέξοδος είναι η διεθνής αγορά τυποποιημένου ελαιόλαδου, η νέα στρατηγική του κλάδου πρέπει να βασίζεται στο συνδυασμό Οικονομίες κλίμακας - Καθετοποίηση - Τυποποίηση - Προώθηση/Διανομή. Συγκεκριμένα, απαιτείται: (i) περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής και καθετοποίησης της διαδικασίας παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται (τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά) ώστε οι ελληνικές εταιρείες να αποκτήσουν την κρίσιμη μάζα για την αποτελεσματική προώθηση του ελαιόλαδου στο εξωτερικό και (iii) οργανωμένη εθνική στρατηγική προσέγγισης καταναλωτών και δημιουργίας καναλιών διανομής. Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η διεθνής συγκυρία είναι ευνοϊκή για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας μεταστροφής στρατηγικής, αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας. Συγκεκριμένα, ξεχωρίζουμε τη θετική επίδραση τεσσάρων παράλληλων εξελίξεων:
• Σταδιακά οι καταναλωτές αναγνωρίζουν την αξία του ποιοτικού ελαιόλαδου, όπως αποτυπώνεται από την αύξηση του ποσοστού του παρθένου έναντι του ραφιναρισμένου ελαιόλαδου στις διεθνείς αγορές (από 70% το 1990 σε 80% το 2014). Η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιόλαδου είναι ξεκάθαρη (το 80% της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο, έναντι 65% της ιταλικής και 30% της ισπανικής) και συνεπώς με συνεκτικές ενέργειες προώθησης μπορεί να αναχθεί στο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
• Η ανάδειξη νέων μεγάλων και δυναμικών αγορών (όπως η Ρωσία και η Κίνα, στις οποίες δεν έχει ακόμα κυριαρχήσει το ιταλικό ελαιόλαδο), προσφέρουν υψηλά περιθώρια διείσδυσης του ελληνικού ελαιόλαδου.
• Η δυναμική του κλάδου των επιτραπέζιων ελιών στη διεθνή αγορά κατά την τελευταία δεκαετία αυξάνει την αναγνωρισιμότητα του ελληνικού προϊόντος ενώ προσφέρει εγκαθιδρυμένα κανάλια διανομής για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
• Οι σχεδόν 25 εκατ. τουρίστες που επισκέπτονται ετησίως τη χώρα μας μπορούν να αναχθούν σε δυνητικούς καταναλωτές του ελληνικού ελαιόλαδου στο εξωτερικό, αν τους δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουν το προϊόν αυτό σε τυποποιημένη μορφή στα ελληνικά εστιατόρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου