Αύριο Σάββατο ο Μεσσήνιος συγγραφέας Δημήτρης Μίγγας (φωτό),
ο οποίος ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, θα βρίσκεται στην
Καλαμάτα για να παρουσιάσει το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Ερως
Ανίατος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Η εκδήλωση
διοργανώνεται από τον «Πολιτιστικό Αντίλογο» σε συνεργασία με
τον εκδοτικό οίκο, θα φιλοξενηθεί «Στο Κύμα» (Ναυαρίνου 167) και
θα ξεκινήσει στις 8 μ.μ. Αυτή λοιπόν η, με λογοτεχνική αφορμή, επίσκεψη του συγγραφέα στον γενέθλιο τόπο του, έδωσε την ευκαιρία
για μια σύντομη συζήτηση μαζί του.
- Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Ερως
Ανίατος», αφήνετε και πάλι το φανταστικό να εισδύσει στο πραγματικό -
παίρνοντας μάλιστα τα ηνία της αφήγησης. Ποια λογοτεχνική ανάγκη σας καταργεί αυτά τα όρια;
«Ο Μπόρχες ισχυριζόταν πως “η λογοτεχνία
είναι ένα καθοδηγούμενο όνειρο”. Σε ένα λογοτεχνικό κείμενο η πραγματικότητα, η φαντασία
και το όνειρο διεκδικούν μερίδιο με ίσα δικαιώματα.
Για να ξεκινήσει ένας συγγραφέας τη συγγραφή
ενός μυθιστορήματος πρέπει να έχει ισχυρά κίνητρα. Ξέρει πως για να φέρει σε πέρας αυτό το
έργο πρέπει να αφιερώσει ώρες, μέρες και μήνες
από τη ζωή του. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί
να κάνει κάτι παρόμοιο αν δεν παθιαστεί και δεν
παρασυρθεί από το δημιούργημά του.
Τουλάχιστον
αυτό συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Η μίξη του
πραγματικού, του ονειρικού και του υπερρεαλιστικού με κινητοποιούν. Με άλλα λόγια, τοποθετώ,
σαν αθλητής του άλματος εις ύψος, τον πήχη
ψηλά και επιχειρώ να τον περάσω. Ακόμα και
στις περιπτώσεις που δεν τα καταφέρνω, μένω
με την ικανοποίηση πως προσπάθησα και έζησα
όμορφες στιγμές δημιουργώντας κάτι που δεν
υπήρχε πριν».
- Ο έρωτας, ανίατος... Μια πιο πικρή
και σκοτεινή εκδοχή του «ανίκητος»,
ίσως, από το «έρως ανίκατε μάχαν»;
«Είναι γεγονός ότι ο τίτλος του βιβλίου έλκει
την καταγωγή του από τη φράση της Αντιγόνης
του Σοφοκλή: “Έρως ανίκατε…”.
Στις σελίδες του βιβλίου κινούνται δύο βασικοί
ήρωες. Ενας άνδρας ευνοημένος από τη φύση
και την τύχη, που η ζωή φάνηκε γενναιόδωρη με
αυτόν, έφτασε μέχρι την κορυφή χωρίς εμπόδια,
αλλά δεν είχε μάθει να παλεύει κι ίσως γι' αυτό
με την πρώτη δυσκολία αφέθηκε και παραδόθηκε
αμαχητί. Και μια γυναίκα χαρισματική όσο και
άτυχη, που ήξερε, ωστόσο, να αντιπαλεύει και
να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής. Συναντήθηκαν και ερωτεύτηκαν. Βέβαια ο αναγνώστης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να καταλήξει
στα δικά του συμπεράσματα για το αν ο έρωτας
είναι ανίκητος ή ανίατος, κι αν ο τίτλος αναφέρεται
στην γυναίκα, στον άνδρα ή και στους δυο.
Ωστόσο στο μυαλό του συγγραφέα (γεγονός
που φυσικά δε δεσμεύει κανέναν) ο ανίατος
έρωτας έχει να κάνει με τη διαδικασία της γραφής».
- Ξεκινήσατε γράφοντας ποίηση κι
έπειτα βραβευτήκατε για την πρώτη σας
συλλογή διηγημάτων. Πώς σας κέρδισε
τελικά το μυθιστόρημα;
«Ενας χαρακτηρισμός που συνόδεψε την πρώτη
εκείνη ποιητική μου απόπειρα ήταν πως “πεζολογούσα”. Εγραφα, πολύ πριν εκδώσω τα πρώτα
μου κείμενα, ποιήματα αλλά και πεζά.
Για μένα ήταν φυσικό στη δεύτερή μου προσπάθεια να ασχοληθώ με το διήγημα - που κατά
τη γνώμη μου είναι το ενδιάμεσο είδος ανάμεσα
στην ποίηση και στο μυθιστόρημα. Από τότε εξέδωσα άλλη μια συλλογή διηγημάτων και πέντε
μυθιστορήματα. Στο συρτάρι μου έχω κάποια
ποιήματα και κάμποσα διηγήματα. Κατά κανόνα
δεν διαλέγει ο συγγραφέας τον τρόπο με τον
οποίο θα μεταφέρει στο χαρτί μια σκέψη του,
αλλά η ιδέα είναι εκείνη που επιβάλλει τον τρόπο
της πραγμάτωσής της.
Δεν αποκλείεται λοιπόν να ξαναγράψω ποίηση
και να εκδώσω πάλι διηγήματα ή, αν κάποια
στιγμή κρίνω πως έτσι πρέπει να γίνει, να σιωπήσω».
- Ανήκετε στους Μεσσήνιους που ζουν
και δημιουργούν στη Θεσσαλονίκη. Πώς
βλέπετε τη γενέτειρα, κοιτώντας την απ'
τον βορρά;
«Ζω στη Θεσσαλονίκη από το 1995. Είναι το
μεγαλύτερο διάστημα που έμεινα ποτέ σε κάποιον
τόπο. Ακόμα και στο Μάραθο, όπου γεννήθηκα,
και στην Πύλο, όπου μεγάλωσα, έζησα συνολικά
18 χρόνια – τα χρόνια που με σφράγισαν. Αγαπώ
την πόλη που ζω, ενσωματώθηκα σ’ αυτήν,
σχεδόν την ερωτεύτηκα, ωστόσο θα μπορούσα
με κάποια δόση υπερβολής να τη χαρακτηρίσω
“μητριά ερωμένη”. Οπως και να το κάνουμε, ο
τόπος των παιδικών και εφηβικών χρόνων είναι
για τον καθένα η μάνα και η “ποθητή πατρίδα”».
Ο Δημήτρης Μίγγας γενήθηκε το 1951 και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το
1995 με την ποιητική συλλογή «Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα»
από τις εκδόσεις «Εντευκτήριο». Το 1999 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων του
με τίτλο «Των κεκοιμημένων» από τις εκδόσεις «Πόλις», για την οποία τιμήθηκε
το 2000 με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού
«Διαβάζω». Το 2001 κυκλοφόρησε από τις ίδιες εκδόσεις το μυθιστόρημά
του «Σπάνια χιονίζει στα νησιά», που έχει μεταφραστεί και στα Ιταλικά, και τον Νοέμβριο του 2003 από το «Μεταίχμιο» η συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Της
Σαλονίκης μοναχά…». Το 2005 κυκλοφόρησε από τον ίδιο οίκο το μυθιστόρημά
του «Στα ψέματα παίζαμε!» που κυκλοφορεί και στα Σερβικά, ενώ το ισπανικό
Institut del Cinema Catala S.A. απέκτησε το δικαίωμα να το διασκευάσει σε
σενάριο. Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Ιταλικά
και τα Κινέζικα. Αλλα βιβλία του που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»
είναι η «Τηλεμάχου Οδύσσεια» (2007) και τα «Πλωτά νησιά» (2012). Εχει συμμετάσχει επίσης σε συλλογικά έργα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου