Ο Ελληνοσουηδός σκηνοθέτης μιλά στην "Ε" παραμονή της πρεμιέρας στη Νέα Υόρκη
«Οραματίζομαι τη Μαρία να βαδίζει αγέρωχη και εύχαρις στους δρόμους της Αρχαίας Μεσσήνης… Να συζητά με τους ασκούμενους Μεσσήνιους. Να αποθέτει σούρουπο τα δώρα της στον αγαπημένο της θεό Διόνυσο. Και βέβαια να τραγουδά με τη θεία φωνή και την ψυχή της στο αρχαίο θέατρο, την άρια "Κάστα Ντίβα" μπροστά σ' ένα πλήθος άφωνων γοητευμένων θεατών. Το όραμά μου γίνεται πραγματικότητα: Η Κάλλας ανασταίνεται μέσα από την ταινία του Μπάμπη». Τα λόγια αυτά του καθηγητή Πέτρου Θέμελη από το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Η δική μας Μαρία Κάλλας» του Μπάμπη Τσόκα αποτελούν τον καλύτερο πρόλογο για την ταινία που κάνει πρεμιέρα αύριο Κυριακή στη Νέα Υόρκη. Αλλωστε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε όταν ο σκηνοθέτης οδηγήθηκε στο εγκαταλελειμμένο πατρικό της Κάλλας, στο Νιοχώρι του Μελιγαλά, από τον Π. Θέμελη και τον «πρεσβευτή» της Μεσσηνίας Θ. Ψαρούλη.
Το μικρό ντοκιμαντέρ έγινε μεγάλη ταινία όταν ο Μπάμπης Τσόκας συνάντησε τη Μυρτώ Καμβυσίδη και η... κάμερα αποφάσισε ότι το πρόσωπό της μπορεί να εκφράσει όλα τα συναισθήματα της Κάλλας. Στη συνέχεια 250 εθελοντές έδωσαν την ψυχή τους στα γυρίσματα, που έγιναν στο Νεοχώρι Οιχαλίας, στο Μελιγαλά, την Καλαμάτα, την Τρίπολη, το Σκορπιό, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Βερόνα και την Πρέβεζα. Ο σκηνοθέτης περιγράφει στην “Ε” το υπέροχο αυτό κινηματογραφικό ταξίδι που οδηγεί στην αυριανή, πρώτη προβολή στην αμερικανική μητρόπολη
- Τώρα που η δουλειά του σκηνοθέτη επιτέλους ολοκληρώθηκε και το ταξίδι της ταινίας στις αίθουσες επιτέλους ξεκινάει, ποια αίσθηση κυριαρχεί μέσα σας από την περιπέτεια των γυρισμάτων;
«Η αίσθηση που κυριαρχεί πλέον είναι μια ευφορία. Χαρά, για το πώς κατορθώσαμε να φέρουμε σε πέρας τη μεγάλη αυτή παραγωγή. Αλλά υπάρχει και τεράστιο άγχος, για το πώς θα δεχτεί τη δουλειά μας το κοινό. Αγωνία. Γιατί αυτό το πλάνο τελικά έγινε έτσι, μήπως έπρεπε να γίνει διαφορετικά. Μήπως εκείνο το δάκρυ της Μυρτώς, μήπως αυτό, μήπως το άλλο; Μήπως υπερβάλλω, μήπως έπρεπε να αλλάξω κάτι, μήπως, μήπως;... Είναι αυτό το κυνηγητό με την τελειότητα, όταν κάνεις μια δουλειά τέτοιου μεγέθους. Εγώ δεν είμαι παρορμητικός, ακολουθώ πάντα προσεκτικά το ένστικτό μου - και με τον τρόπο αυτό έχτισα και τη δημιουργία του ψυχοδράματος της Μαρίας Κάλλας. Ομως υπάρχουν πάντα πολλά ερωτηματικά, τρομερή αγωνία. Και ξανακοιτάζω συνεχώς τις λεπτομέρειες, μέχρι να προβληθεί η ταινία, οπότε πλέον σταματάω κι αρχίζει να με απασχολεί κάτι καινούργιο. Στις πρώτες προβολές βεβαίως, το άγχος δεν μειώνεται: Με τον παραμικρό ήχο μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, ένα χασμουρητό ή ένα βήχα (για να μην αναφέρουμε και τα κινητά που χτυπούν), τρομάζεις. Νιώθεις ότι δεν τους αρέσει. Το έχω αισθανθεί πολλές φορές, τόσο που μου έχει γίνει πια συνήθεια».
- Η ζωή της Μαρίας Κάλλας υπήρξε από μόνη της κινηματογραφική. Σας διευκόλυνε αυτό ή μήπως σας δυσκόλεψε περισσότερο στην πορεία;
«Για τη ζωή της Κάλλας έχουν γυριστεί πολλές ταινίες κι έχουν γραφτεί πολλά βιβλία. Εγώ αρχικά δεν είχα καν σκεφτεί να γυρίσω μια τόσο μεγάλη παραγωγή-πορτρέτο της Μαρίας Κάλλας. Ξεκίνησα να κάνω ένα μικρό φιλμάκι, ένα ρεπορτάζ για το γκρεμισμένο και εγκαταλελειμμένο πατρικό της σπίτι στο Νιοχώρι του Μελιγαλά. Μια ταινία που θα έδειχνε την αδιαφορία των παραγόντων της περιοχής και η οποία θα προβαλλόταν στη Μεσσηνία, ώστε οι παράγοντες αυτοί να ευαισθητοποιηθούν και ν' αξιοποιήσουν το πατρικό σπίτι της μεγάλης καλλιτέχνιδας. Για παράδειγμα, να φτιάξουν ένα μουσείο με τα προσωπικά της είδη και τα αντικείμενα της οικογένειας Καλογεροπούλου.
Στο γκρεμισμένο αυτό σπίτι με οδήγησαν ο Θανάσης Ψαρούλης και ο καθηγητής Πέτρος Θέμελης. Με τον κ. Ψαρούλη μάς συνδέει πολύχρονη φιλία στη Στοκχόλμη της Σουηδίας. Να ξέρετε ότι στο χώρο της ελληνικής παροικίας και της σουηδικής κοινωνίας ο Θανάσης Ψαρούλης χαίρει πολύ μεγάλου σεβασμού και εκτίμησης. Δεν θέλω να επεκταθώ πολύ γιατί ο ίδιος είναι χαμηλών τόνων και θα μου θυμώσει αν πω πολλά, αλλά ξέρω πάρα πολλά σπουδαία πράγματα που έχει κάνει, πάρα πολλά μεγάλα πράγματα που έγιναν γιατί μεσολάβησε ή είχε την πρωτοβουλία εκείνος· πράγματα που δεν τα έχει κάνει η Ελλάδα ολόκληρη ως χώρα, ούτε το υπουργείο Πολιτισμού, ούτε η πρεσβεία, ούτε κανείς. Και μαζί με τον καθηγητή, τον κ. Θέμελη, ήταν οι δύο άνθρωποι που πήγαν στο ερειπωμένο σπίτι της Κάλλας και μου είπαν "να, εδώ είναι"...
Το πρώτο που ένιωσα εγώ ήταν ένα ρίγος. Μια προσβολή, να έχουμε τέτοιους ανθρώπους και να μην προβάλουμε την κληρονομιά τους - όταν η Σουηδία για παράδειγμα, που δεν έχει και πολλά να προβάλει, αξιοποιεί το καθετί: Εχει τους Abba και τους έχει αφιερώσει μουσείο, έχει ένα βυθισμένο καράβι κι έχει φτιάξει το μεγαλύτερο επισκέψιμο μουσείο».
- Σε ποια στροφή άλλαξαν τα σχέδιά σας και αποφασίσατε τελικά το γύρισμα ενός φιλμ μεγάλου μήκους;
«Συναντήσαμε τη Μυρτώ Καμβυσίδη, απόφοιτη του Μουσικού Σχολείου Καλαμάτας "Μαρία Κάλλας", που μου τη σύστησε ο Γιώργος Ηλιόπουλος, πρόεδρος του Συλλόγου Αποφοίτων. Και κοιτάξτε τι με έκανε να αλλάξω ρότα στην ταινία: Ηταν το πρόσωπο της Μυρτώς. Είχε μια λάμψη... και τρομερή φωτογένεια. Μια ευαισθησία, που έδινε τη δυνατότητα να γυριστεί μια ταινία άλλου είδους - όχι πια ένα μικρό ρεπορτάζ για το σπίτι, αλλά ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Μαρίας Κάλλας. Η κάμερα αποφάσισε. Και στα 3 χρόνια της συνεργασίας μας, το πρόσωπο της Μυρτώς εξέφρασε όλα τα συναισθήματα της Κάλλας: πόνο, λύπη, ταπείνωση, αίσθημα ματαιότητας, την απόρριψη της μάνας...».
- Ποια είναι η κεντρική σύλληψη του δικού σας ντοκιμαντέρ για τη «δική μας Κάλλας»; Πώς τη φωτίζει μπροστά σ' ένα παγκόσμιο κοινό που -με όλες τις αδυναμίες της- τη θεωρεί ουσιαστικά ημίθεη;
«Η εμφάνιση της Κάλλας στο στερέωμα ανανέωσε και το κοινό της όπερας. Ηταν ίσως η πρώτη ντίβα του λυρικού τραγουδιού η οποία συνειδητοποίησε ότι εκτός από τραγουδίστρια έπρεπε να είναι και ηθοποιός. Η κεντρική σύλληψη του δικού μας δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ είναι όμως ότι και ο υψηλότερος έπαινος προς τη Μαρία Κάλλας μοιάζει, για την καλλιτέχνιδα, απλή κοινοτοπία. Δηλαδή ότι, με το ολύμπιο αυτό ταλέντο της, ο δρόμος για την κατάκτηση της τέχνης της ήταν μοναχικός. Και η ουσία της ταινίας μας είναι ότι η προσωπική της ζωή ταυτιζόταν με την τραγική ζωή των ηρωίδων που ενσάρκωνε. Τη βλέπουμε συχνά να τραγουδάει, κι αυτό που λέει να είναι η ζωή της.
Η δομή της αφήγησής μας είναι καθαρά κινηματογραφική. Διασταυρώνονται και μοντάρονται διάφορα πλάνα, ενώ ντοκουμενταρισμένοι διάλογοι εναλλάσσονται με ποιητικές παρεμβάσεις, λυρικούς μονολόγους της Κάλλας. Η ιστορικός Μαρία Λιακάκη μετέτρεψε τις συνεντεύξεις της Κάλλας σε λυρικά αφηγηματικά κείμενα. Ολη η ταινία είναι τελικά ένα ποιητικό έργο. Τα τελευταία της λόγια, που αναφέρονται και στο ντοκιμαντέρ μας, ήταν πως "το ευτυχισμένο πουλί βγαίνει έξω και τραγουδάει, το δυστυχισμένο γυρνάει στη φωλιά του και πεθαίνει". Και κάπου αλλού, πάλι προς το τέλος της ζωής της, όταν βρίσκεται στο Παρίσι και μέσα στη μοναξιά της, λέει: "Κάθε φορά που θέλω να ξεχάσω, τραγουδάω. Αλλά όλες τις υπόλοιπες στιγμές ουρλιάζει στ' αφτιά μου ένα απέραντο αντίο. Δεν ζω παρά για κείνη τη στιγμή που όλα θα τελειώσουν". Τότε, θέλει πια να πεθάνει. Κάθε μέρα που περνάει είναι για εκείνη ευτυχία καθώς πλησιάζει περισσότερο στο θάνατο.
Επειτα είναι και τα λόγια που βάλαμε στην αφίσα: "Εζησα για την τέχνη, έζησα για τον έρωτα". Μια γυναίκα, μια φωνή, ένας μύθος. Μια σύγχρονη ηρωίδα αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα στην ταινία όταν παίζουν τη Μήδεια η Μυρτώ και η Κάλλας, κι οι δυο τους - είναι μάλιστα πολύ ωραίος αυτός ο "παραλληλισμός", ιδίως όταν βρισκόμαστε στην Αρχαία Μεσσήνη και μιλάει ο καθηγητής, ο Πέτρος Θέμελης».
- Πόσοι άνθρωποι πρόσφεραν την εργασία και τη βοήθειά τους σ' αυτό το μακροχρόνιο εγχείρημα; Τι τους κινητοποίησε, λέτε;
«Η ταινία μας είναι το αποτέλεσμα της αυθόρμητης συμμετοχής 250 εθελοντών. Από τη στιγμή που άρχισαν τα γυρίσματα και μαθεύτηκε λίγο ευρύτερα η καταγωγή της Μαρίας Κάλλας, άρχισε η ομάδα να μεγαλώνει. Το νέο διαδόθηκε στην Καλαμάτα και τη Μεσσηνία - κι ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών, ηθοποιών, λογοτεχνών, δημοσιογράφων, ποιητών, επιστημόνων, τεχνικών, ανθρώπων του κινηματογράφου, των δημοσίων σχέσεων, καθώς και προξένων, συμμετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο έργο αυτό. Μέλη της Μεσσηνιακής Αμφικτιονίας και φίλοι της από την Ελλάδα και το εξωτερικό βοήθησαν αποφασιστικά να γίνουν τα γυρίσματα στο Νεοχώρι Οιχαλίας, στο Μελιγαλά, την Καλαμάτα, την Τρίπολη, το Σκορπιό, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, το Μιλάνο, τη Βερόνα και την Πρέβεζα. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στον Σύλλογο "Αριστομένης" της Νέας Υόρκης, για την αξιοθαύμαστη συμμετοχή των μελών του στα εξωτερικά γυρίσματα στο λιμάνι του Μανχάταν, σε συνθήκες πολικού ψύχους!
Το κέρδος λοιπόν από αυτή την ταινία είναι διπλό. Καταρχάς δημιουργήθηκε μία ταινία μεγάλου μήκους, 95 λεπτών, που αναδεικνύει την ελληνικότητα της μεγάλης ντίβας: Η Κάλλας είναι Ελληνίδα, και η Ελλάδα συνεχίζει να γεννά διάσημες προσωπικότητες. Δεύτερον, η ταινία είναι αποτέλεσμα αυθόρμητης συμμετοχής 250 εθελοντών. Αυτό αποτελεί ένα ελπιδοφόρο παράδειγμα για τη σημερινή Ελλάδα, το ότι όλο αυτό έγινε δηλαδή με τη συνεργασία, με τη λέξη "μαζί" κι όχι με το "εγώ"».
- «Μαζί», λοιπόν, αυτά τα 3 χρόνια των γυρισμάτων, θα χρειάστηκε λογικά να αντιμετωπίσετε αρκετές αναποδιές και ευτράπελα...
«Θα μπορούσα να σας μιλώ με τις ώρες για τη συμβολή αυτών των ανθρώπων! Η ταινία δεν ήταν μόνο δική μου δουλειά. Εγώ οδηγούσα, αλλά ήμασταν πράγματι μαζί, πάντα μαζί. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές ιδέες προέρχονταν από αυτόν τον κόσμο, ειδικά όταν βρισκόμασταν σε πολύ κρίσιμες και δύσκολες καταστάσεις - όπως όταν είχαμε μόνο 5 ώρες για να κινηματογραφήσουμε τα 9 χρόνια της Κάλλας στον Σκορπιό! Επρεπε σε κλάσματα δευτερολέπτου να αυτοσχεδιάζεις, να φτιάχνεις ατμόσφαιρα, να δημιουργείς τα πάντα... Το ίδιο και στο Μιλάνο, στη Βερόνα...
Φανταστείτε, να βρίσκεσαι ξαφνικά έξω από τον τάφο του Ωνάση και να μην ξέρεις τι να κάνεις γιατί είχες προγραμματίσει άλλα πράγματα, δεν ήξερες ότι ο τάφος είναι μέσα στο ναό, ο οποίος είναι κλειστός και τα κλειδιά τα έχει η εγγονή του η Αθηνά, που φυσικά δεν είναι εκεί. Τώρα τι κάνουμε; Αφού εκεί πηγαίνει η Μυρτώ-Μαρία Κάλλας να αφήσει τα λουλούδια. Πού θα τα αφήσει; Και να έχεις μόνο 5 λεπτά για το γύρισμα. Κι όμως, αυτή είναι τελικά μία από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, χάρη στην ομάδα. Γίναμε φίλοι με αυτούς τους ανθρώπους, φίλοι για μια ζωή - κάτι που δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ, στις εκατοντάδες δουλειές που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Πάμε παντού πλέον μαζί, και στην πρεμιέρα τώρα στην Αμερική πολλοί ακολουθούν με δικά τους έξοδα. Γι' αυτό κι εγώ δεν λέω ποτέ "η ταινία μου": Αυτή είναι "η ταινία μας"».
- Η ιδέα για την ταινία μπορεί να ήταν ελληνική, μεσσηνιακή· όμως στον τίτλο αναφέρεται τελικά το κτητικό «δική μας»; Ή η Κάλλας ανήκει απλώς στην ανθρωπότητα, όπως όλα τα θαύματα τέτοιας εμβέλειας;
«Για την ελληνικότητα της Κάλλας επιτρέψτε μου να μη σας απαντήσω εγώ, αλλά ο καθηγητής Αρχαιολογίας και αναμορφωτής της Αρχαίας Μεσσήνης, κ. Θέμελης, με λόγια του μέσα από την ταινία: "Οραματίζομαι τη Μαρία να βαδίζει αγέρωχη και εύχαρις στους δρόμους της αρχαίας πολιτείας. Να θαυμάζει τα απόρθητα κάστρα, να περνά το φθαρμένο κατώφλι της στοάς παρά το Κρεοπώλειον, της Παντοπώλεως στοάς και της στοάς του Νικαίου, στην Αγορά. Να συζητά με τους ασκούμενους Μεσσήνιους. Να αποθέτει σούρουπο τα δώρα της στον αγαπημένο της θεό Διόνυσο. Και βέβαια να τραγουδά με τη θεία φωνή και την ψυχή της στο αρχαίο θέατρο, την άρια Κάστα Ντίβα, από την όπερα Νόρμα του Μπελίνι, μπροστά σ' ένα πλήθος άφωνων γοητευμένων θεατών. Την ξαναείδα να κατηφορίζει προς το Στάδιο για τις πρόβες της επόμενης όπερας, της "Μήδειας" του Λουίτζι Κερουμπίνι. Το όραμά μου γίνεται πραγματικότητα: Η Κάλλας ανασταίνεται μέσα από την ταινία του Μπάμπη. Και η Μεσσήνη ήρθε στο φως, αναπλάστηκε κι αναγεννήθηκε. Ζει μια δεύτερη ζωή στο σήμερα, μετά από 30 χρόνια συνεχούς αγώνα".
Και καταλήγει ο καθηγητής: "Μέσα στη βαρβαρότητα που ζούμε, καινοτομία και φαντασία είναι που μετρούν. Είμαστε τυχεροί που η πορεία του σύμπαντος δεν οδήγησε μόνο στη δημιουργία της ζωής, αλλά και του πολιτισμού και των τεχνών". Καταλήγοντας κι εγώ, να πω ότι η ταινία μας αρχίζει με τη φωνή της Κάλλας που λέει: "Είμαι Ελληνίδα και στις φλέβες μου ρέει αίμα ελληνικό". Ο ελληνικός τίτλος της ταινίας είναι "Η δική μας Μαρία Κάλλας", στα αγγλικά έχουμε μόνο το όνομά της».
- Τι χρειάζεται κατά τη γνώμη σας η Ελλάδα για να στέκεται άξια και περήφανη δίπλα στα παιδιά της, κι αντί να τα «τρώει» ή να τα διώχνει, να τα στηρίζει ώστε -εάν μπορούν και θέλουν- να διαπρέπουν;
«Εμείς που ζούμε έξω από την Ελλάδα συναντάμε συχνά νέους, μορφωμένα παιδιά, επιστήμονες, που μας λένε τακτικά το εξής: "Θα επέστρεφα στην Ελλάδα, αν με αντιμετώπιζαν με σεβασμό, αν υπήρχε αξιοκρατία, κι αν μπορούσα να εργαστώ εκεί πάνω στο αντικείμενο που σπούδασα".
Την ταινία αυτή την κάναμε μαζί με πολλά παιδιά, πολλούς νέους. Οι νέοι αυτοί είναι και το μέλλον της Ελλάδας. Είναι γεμάτοι όρεξη για δουλειά και δημιουργία. Είναι όπως η Μαρία Κάλλας, η οποία είχε πει πως μικρή ήταν ένα "σφουγγάρι" που απορροφούσε τα πάντα. Αυτά τα παιδιά, με τα οποία συνεργάστηκα εγώ, χρειάζονται -και βρήκαν σ' εμάς τους μεγαλύτερους- ενθουσιασμό και υποστήριξη. Κατά τα 3 χρόνια της κινηματογράφησης, εγώ προσπάθησα -σύμφωνα με τα σουηδικά πρότυπα- να "αποδραματοποιήσω" την τέχνη του κινηματογράφου ώστε όλοι να συμμετέχουν και να μαθαίνουν την κρυφές γοητεία του σινεμά. Γίναμε όλοι ένα, χωρίς να ξεχωρίζουμε ηλικίες ή τίτλους - και αυτό ήταν το καλύτερο μάθημα. Τίποτα δεν έκανα χωρίς να το αναλύσω και να το αιτιολογήσω στα παιδιά. Ετσι η ταινία αυτή ήταν ένα απέραντο σχολείο ανάλυσης της τέχνης του κινηματογράφου. Το επόμενο βήμα είναι μια ακόμα δική μας συνάντηση με τα παιδιά αυτά, όπου θα αναλύσουμε καρέ καρέ τον ήχο και την εικόνα της ταινίας. Δηλαδή, δεν τελειώσαμε ακόμα με τη μεγάλη ντίβα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου