Αιδεσιμιολογιώτατε
Αξιότιμε
κ. Πρέσβη της Γαλλίας
Αξιότιμα
μέλη της Γαλλικής πρεσβείας
κ.
Δήμαρχε Πύλου
κ.
Κυβερνήτα
κ.
Αξ/κοί
Αγαπητοί
προσκεκλημένοι
κ.
Πρόεδρε Δημ. Συμβουλίου και μέλη αυτού
κοι
Αντιδήμαρχοι
κ.
Πρόεδρε της Τοπικής Επιτροπής Πύλου
του Δήμου Πύλου
Κυρίες
και Κύριοι,
Ο αιγυπτιακός
στρατός
είχε
προξενήσει
τεράστιες
καταστροφές
στις
καλλιέργειες,
στις
πόλεις
και
στα
χωριά
και
είχε
επιφέρει
την
ερήµωση
σε
περιοχές
που
άλλοτε
έσφυζαν
από
ζωή.
Η
παραµονή
του
στην
Πελοπόννησο
και
η
τήρηση
του
ελέγχου
των
σηµαντικών
φρουρίων
της,
παρά
την
ήττα
του
στη
ναυμαχία
του
Ναβαρίνου,
οδήγησε
τις Μεγάλες
∆υνάµεις
στην
υπογραφή
του
Πρωτοκόλλου
του
Λονδίνου
(7/19
Ιουλίου
1828),
µε
το
οποίο
αποφασίσθηκε
η
αποστολή
γαλλικών
στρατευµάτων
στην
Πελοπόννησο
για
την
απομάκρυνση
του
Ιµπραήµ.
Το
εκστρατευτικό
σώµα,
που
θα
έστελνε
η
Γαλλία
στο
όνοµα
και
των
τριών
∆υνάµεων,
είχε
ρητή
υποχρέωση
να
περιορισθεί
στην
Πελοπόννησο,
να
δράσει
µε
τρόπο
που
δε
θα
έθετε
σε
κίνδυνο
τις
σχέσεις
της
Γαλλίας
µε
την
Πύλη
και
τον
πασά
της
Αιγύπτου
και
έπρεπε
να
ανακληθεί
αµέσως
µετά
το τέλος
της
αποστολής
του.
Η
Γαλλική
Στρατιωτική
Αποστολή
υπό
τον
Στρατηγό
Nicolas-Joseph
Maison
ξεκίνησε
από
την
Τουλόν
την
5/17
Αυγούστου
1828.
Η
δύναµή
της
έφθανε
σε
14.000
άνδρες,
που
χωρίσθηκαν
σε
τρεις
µοίρες,
υπό
τον
Maison,
τον
Sebastiani
και
τον
Schneider.
Οι
δύο
πρώτες
έφθασαν
στην
Πελοπόννησο
στις
17/29
Αυγούστου.
Ο
Maison
αποβιβάσθηκε
στο
Πεταλίδι,
όπου
έµεινε
για
λίγο
προτού
στρατοπεδεύσει
στη
Γιάλοβα,
και ο Sebastiani
κοντά
στην
Κορώνη.
Η τρίτη
µοίρα
υπό
τον
Schneider
αποβιβάσθηκε
στο
Ναβαρίνο
τέσσερις
ηµέρες
αργότερα.
Στο
διάστηµα
που
παρέµειναν
στην
Πελοπόννησο,
τους
πρώτους
µήνες
υπό
την
αρχηγία
του
Maison
και
αργότερα
υπό
τον
Schneider,
οι
Γάλλοι
στρατιώτες
επιδόθηκαν
σε
ποικίλες
εργασίες
αποκατάστασης
της
ζωής στις
περιοχές
όπου
ήταν
εγκατεστηµένοι
και
κυρίως
στη
Μεσσηνία,
όπου
βρισκόταν
το
αρχηγείο
τους.
Από
τις
πιο
σηµαντικές
δραστηριότητές
τους,
υπό
την
καθοδήγηση
του
σώµατος
του
Μηχανικού,
ήταν
η
αποκατάσταση
των
φρουρίων
που
κατέλαβαν
στην
Πελοπόννησο
και
η
ανοικοδόµηση
των
πόλεων
που
είχαν
καταστραφεί
ολοκληρωτικά
από
τους
µακροχρόνιους
πολέµους
και
από
το
στρατό
του
Ιµπραήµ.
Πράγµατι,
όταν
έφθασαν
οι
Γάλλοι,
η
κατάσταση
της
χώρας
ήταν
άθλια
και
η
όψη
της
φοβερή.
∆εν
υπήρχαν
καν
οικήµατα
κατοικήσιµα
ούτε
άλλου
είδους
καταλύµατα
για
τους
στρατιώτες
ούτε
η κατάλληλη
υποδοµή
στα
φρούρια
ώστε
να
εξασφαλίζεται
η αµυντική
τους
πληρότητα.
Στο
στρατόπεδο,
όπου
διέµεναν
αρχικά,
στη
Γιάλοβα,
οι
συνθήκες
ήταν
εξαιρετικά
αντίξοες,
καθώς
η περιοχή
ήταν
ελώδης
και
πολλοί
στρατιώτες
έχασαν
τη ζωή
τους
από
τις
επιδηµίες.
Οι
συνθήκες
ήταν
πιο
ανεκτές
στην
Πάτρα
και
στην
Κορώνη,
ανάλογα
προβλήµατα
όµως
υπήρχαν
και
εκεί.
Το
πρώτο
φρούριο
που
παραδόθηκε
στα
γαλλικά
στρατεύµατα,
την
6η
Οκτωβρίου
1828,
ήταν
αυτό
του
Ναβαρίνου
.
Αµέσως
µετά
την
κατάληψη
του
φρουρίου
από
το
γαλλικό
στρατό,
τοποθετήθηκε
φρουρά
από
πενήντα
άνδρες
επάνω
στην
ακρόπολη
και
τα συνεργεία
των
στρατιωτών
άρχισαν
την
επίπονη
εργασία
τους
για
να
καθαρίσουν
το
χώρο
από τα
ερείπια
και
από
τα
εφόδια
που
είχε
αφήσει
πίσω
του
ο
στρατός
του
Ιµπραήµ.
Με
την
επίβλεψη
των
Γάλλων
µηχανικών
και
µε
τη συµβολή
των
στρατιωτών
του
Πυροβολικού
και,
κυρίως,
του
Μηχανικού
αναστηλώθηκε
ο Έβδοµος,
κατασκευάσθηκε
τάφρος
και
κρυφό
µονοπάτι
περιµετρικά
στην
ακρόπολη
και
επισκευάσθηκε
ο εξαγωνικός
περίβολος
της
ακρόπολης,
η
οποία,
τιµής
ένεκεν,
ονοµάσθηκε
«Πύργος
του
Μαιζώνα».
Παράλληλα
µε
τις
εργασίες
αποκατάστασης
του
Νιόκαστρου,
έγινε
ο
σχεδιασµός
και
η
οικοδόµηση
της
σύγχρονης
πόλης
της
Πύλου,
έξω
από
τα
τείχη
του
κάστρου,
το
οποίο
εγκαταλείφθηκε
πια
ως
τόπος
κατοικίας.
Το
έργο,
που
ξεκίνησε
ήδη
από
το
Σεπτέµβριο
του
1828,
ανέλαβαν
και πάλι
οι
µηχανικοί
του
εκστρατευτικού
σώµατος
και
το
σχέδιο
της
νέας
πολιτείας
χαρτογράφησε
ο
Audoy,
µε
εντολή
του
Maison.
Ο
οικισµός
των
Τούρκων
που
βρισκόταν
µέσα
στο
κάστρο
διαλύθηκε
και
το
οικοδοµικό
του
υλικό
χρησιµοποιήθηκε
για
τη νέα
πόλη.
Ο οικισµός
τοποθετήθηκε
βορειοανατολικά
του
φρουρίου
και
αναπτύχθηκε
αµφιθεατρικά
γύρω
από
την
κεντρική
δηµόσια
πλατεία,
που
δηµιουργήθηκε
στο
σηµείο
όπου
παλαιότερα
ήταν
ρέµα.
Η
πλατεία
είχε
σχήµα
τραπεζίου
και
καταλάµβανε
έκταση
περίπου
500
τ.µ.
δίπλα
στην
ακτή,
ενώ
στις
τρεις
πλευρές
της
περικλειόταν
από
στοά
µε
κιονοστοιχίες,
που
εξυπηρετούσε
την
αγορά,
ακολουθώντας
το
πρότυπο
γαλλικής
παράλιας
µεσογειακής
πόλης.
Η
µορφή
και
ο βασικός
ιστός
της
πόλης,
αυστηρός
και
λειτουργικός
αλλά
χαριτωµένος,
παραµένουν
στην
ουσία
αναλλοίωτα
µέχρι
σήµερα.
Για
τις
πρώτες
ανάγκες
του
εκστρατευτικού
σώµατος
αρχικά
χρησιµοποιήθηκαν
τα
µισοκατεστραµµένα
υπόστεγα
κοντά
στην
αποβάθρα
της
πόλης,
που
οι
τουρκικές
αρχές
χρησιµοποιούσαν
ως
αποθήκες.
Το
µεγαλύτερο,
που
διέθετε
τρεις
χώρους,
στα
τέλη
Οκτωβρίου
του
1828
µετατράπηκε
σε
νοσοκοµείο
για
να δεχθεί
τους
ασθενείς
από
το στρατόπεδο
της
Γιάλοβας.
Από
τα
πρώτα
δηµόσια
οικοδοµήµατα
της
νέας
πόλης
και
από
τα
πιο
επιβλητικά
ήταν
το
διοικητήριο,
που
ανεγέρθηκε
το
1829
µε
δαπάνες
της
Γαλλικής
Στρατιωτικής
Αποστολής.
Το
κτήριο
βρισκόταν
σε
κεντρικό
σηµείο
της
Πύλου,
στην
πλαγιά
ανατολικά
της
πλατείας,
στη
σύγχρονη
οδό
Επισκόπου
Γρηγορίου
Μεθώνης.
Σταδιακά,
ο ασήµαντος
µικρός
οικισµός
του
Ναβαρίνου
εξελίχθηκε
σε
σηµαντική
κωµόπολη,
που
το
1833
πήρε
το
όνοµα
Πύλος
για
να
θυµίζει
την
οµώνυµη
οµηρική
πολιτεία.
Στο
διάστηµα
από
το
1828
έως
το
1833
πολλές
οικογένειες
από
τα
Κήθυρα, την
ορεινή
Τριφυλία,
τη
Γορτυνία
και
τα
Επτάνησα
εγκαταστάθηκαν
στη
νέα
πόλη.
Καθοριστική
για
τους
Γάλλους
ήταν
και
η επικοινωνία
των
δύο
φρουρίων
που
κράτησαν
στην
κυριαρχία
τους,
καθώς
στο
ένα
ήταν
εγκατεστηµένο
το
αρχηγείο
τους
και
στο
άλλο
βρισκόταν
το
µεγαλύτερο
µέρος
του
σώµατος.
Η
περιοχή
µεταξύ
Ναβαρίνου
και
Μεθώνης,
ήδη
από
τα
πρώτα
χρόνια
της
δράσης
του
Ιµπραήµ
στην
Πελοπόννησο,
ήταν
ολότελα
κατεστραµµένη
και
τα
χωριά
είχαν
ισοπεδωθεί
από
τα
αιγυπτιακά
στρατεύµατα.
Ο
δρόµος,
πετρώδης
και
αρκετά
δύσβατος,
στενός
στην
αρχή
και
πλατύτερος
αργότερα,
περνούσε
µέσα
από
µία πεδιάδα
στην
οποία
είχαν
αποµείνει
µόνο
χαλάσµατα
και
τα
ερείπια
ενός
αρχαίου
παρεκκλησίου,
αφιερωµένου
στον
Άγιο
Νικόλαο,
του
µοναδικού
µνηµείου
που
σεβάσθηκαν
οι
Αιγύπτιοι,
ενώ
παλαιότερα
υπήρχαν
χωριά
και
περίπου
10.000
ελιές.
Οι
µηχανικοί
και
οι
στρατιώτες
της
Γαλλικής
Αποστολής
προχώρησαν
στη
χάραξη
και
κατασκευή
του
δρόµου
που
ένωνε
τις
δύο
πόλεις.
Είναι
γεγονός
ότι
η
γαλλική
κυβέρνηση
είχε
ενδιαφερθεί
σοβαρά
για
την
Πελοπόννησο
πριν
καν
ξεκινήσει
η
αποστολή
του
εκστρατευτικού
σώµατος
και
είχε
φροντίσει
για
τη
συλλογή
πληροφοριών
σχετικά
µε
το
εµπόριο
και
την
παραγωγή
της
περιοχής,
καθώς
και για
την
υπάρχουσα
υποδοµή
στέγασης
και
σίτισης
του
στρατού.
Η
παρουσία
των
Γάλλων
στην
Πελοπόννησο
ωφέλησε
µε
πολλούς
τρόπους
το
νεοσύστατο
κράτος.
Τα
στρατιωτικά
τµήµατα
βοήθησαν
στην
οργάνωση
τακτικού
στρατού,
στην
καταπολέµηση
της
πανούκλας,
στον
εµβολιασµό
των
κατοίκων,
στην
οικονοµική
ενίσχυση
των
φτωχών
και
στην
ανάπτυξη
της
καλλιέργειας.
Οι
Γάλλοι
επιχειρηµατίες
συνέβαλαν
στην
οικονοµική
και
πολιτιστική
ανάπτυξη
των
περιοχών
όπου
εγκαταστάθηκαν,
εισάγοντας
στην
Ελλάδα
δείγµατα
του
ευρωπαϊκού
τρόπου
ζωής,
βγάζοντας
τους
κατοίκους
από
την
αποµόνωση
που
για
αιώνες
είχαν
υποστεί,
ενώ
η επιστηµονική
αποστολή
που
ακολούθησε
τη
στρατιωτική
ήταν
η
πρώτη
οργανωµένη
προσπάθεια
µελέτης
του
φυσικού
και αρχαιολογικού
πλούτου
της
Πελοποννήσου.
Επί
πλέον,
η συνδροµή
του
γαλλικού
εκστρατευτικού
σώµατος
ήταν
καθοριστική
στο
γενικότερο
έργο
ανοικοδόµησης
του
Καποδίστρια.
Μετά
το
σχεδιασµό
των
δύο
πόλεων,
που
έγινε
µε δική
τους
πρωτοβουλία,
οι
µηχανικοί
του
χρησιµοποιήθηκαν
από
τον
Κυβερνήτη
για
το σχεδιασµό
και
την
ανοικοδόµηση
των
πόλεων
της
Πελοποννήσου
και
αργότερα
και
της
Στερεάς
Ελλάδας.
Παρ’
όλα
αυτά,
το έργο
ανοικοδόµησης
των
φρουρίων
αντιµετωπίσθηκε
µε
ενθουσιασµό
όπως
προκύπτει
από
τα δηµοσιεύµατα
της
εποχής,
τις
µαρτυρίες
των
σύγχρονων
Ελλήνων
και Γάλλων,
καθώς
και
από
την
επίσηµη
αλληλογραφία
της
ελληνικής
πολιτείας.
Μάλιστα,
ο ίδιος
ο Καποδίστριας
αναφερόταν
δηµοσίως
στους
Γάλλους
εκφράζοντας
την
ευγνωµοσύνη
του
στην
προσφώνησή
του
κατά
τη
∆΄
Εθνοσυνέλευση
στο
Άργος
την
11η
Ιουλίου
1829:
Χάρις
εις
την
παρουσίαν
των
γαλλικών
στρατευµάτων,
χάρις
εις
τους
άθλους
και
τους
αγώνας
των,
χάρις
εις
τας
βοηθείας,
όσας
ο
στρατός
ούτος
αφθόνως
επέχυσε
παντού,
όπου
εστρατοπέδευσεν,
οι επαρχίες
αρχιζούν
να
επανορθώνονται.
Τα
γαλλικά
στρατεύµατα
άρχισαν
την
εκκένωση
της
Πελοποννήσου
µετά
την
άφιξη
του
Όθωνα,
όπως
προέβλεπε
το
Πρωτόκολλο
της
25ης
Απριλίου/7ης
Μαΐου
1832,
και
τελικά
αποχώρησαν
στις
7
Αυγούστου
1833.
Η
παρουσία
τους
στα
µεσσηνιακά
φρούρια
ήταν καθοριστική
για
τη
διαµόρφωση
και
την
εξέλιξη
των
πόλεων
που
βλέπουµε
σήµερα
και
τα
µνηµεία
που
ακόµη
διατηρούνται
θα
θυµίζουν
το
πέρασµά
τους.
«Ξοδεύτηκαν
πολλά
χρήµατα»
έγραφε
χαρακτηριστικά
ο
Buchon
«αλλά
ποτέ
χρήµα
δεν
τοποθετήθηκε
καλύτερα
από
κείνο
που
δαπανήσαµε
για
την
Ελλάδα.
Αφήσαμε
εκεί
ευγενικές
αναµνήσεις».
¨Ας
είναι αιωνία η μνήμη τους¨
Σας
ευχαριστώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου