Την πρωτοβουλία της εξέγερσης των χριστιανών και
ιδιαίτερα των Ελλήνων την είχαν αναλάβει τα πρώτα
δέκα χρόνια της βασιλείας της Αικατερίνης της Μεγάλης
(1729-1796) οι Γρηγόριος, Αλέξιος και Θεόδωρος
Ορλώφ. Η Αικατερίνη είχε την ικανότητα να συνδυάζει
την υψηλή πολιτική με τη διάθεση για απολαύσεις, και
για το λόγο αυτό υπήρξε αντικείμενο τόσο θαυμασμού
όσο και μίσους. Μεταξύ άλλων κατηγορήθηκε για τις
«ύποπτες χάρες» που έκανε στους ευνοούμενούς της,
όπως οι αδελφοί Ορλώφ.
Εμπνευστής και εκτελεστής
των σχεδίων για την εξέγερση
των Ελλήνων και έμπιστος των
Ορλώφ ήταν ο πρώην έμπορος
Γεώργιος Παπάζωλης από τη
Σιάτιστα, που είχε φτάσει στο
αξίωμα του λοχαγού του πυροβολικού στη ρωσική αυτοκρατορική φρουρά. Ταξίδεψε
στην Ελλάδα και άρχισε να ξεσηκώνει και να προετοιμάζει
τους Ελληνες για επανάσταση.
Ανταπόκριση βρήκε όχι τόσο
στους δύσπιστους πια Μανιάτες, αλλά
στους Καλαματιανούς, μεταξύ των οποίων
δέσποζε τότε η μορφή του πλούσιου γαιοκτήμονα και επιτυχημένου έμπορου της
περιοχής, του πρόκριτου (κοτζάμπαση)
Παναγιώτη Μπενάκη (φωτό), εγγονού
του Μανιάτη τυχοδιώκτη πολέμαρχου Λυμπεράκη Γερακάρη.
O Mπενάκης, προσωπικότητα αναγνωρισμένη και με κύρος σε ολόκληρη την
Πελοπόννησο, επιδιδόταν μεταξύ άλλων
σε προσοδοφόρες υπερπόντιες επιχειρή-σεις. Tο 1762 είχε συστήσει συνεταιρικά
εταιρεία για εμπόριο μεταξύ Tυνησίας και
Πελοποννήσου, ενώ το 1763 αγόρασε
το 1/3 του πλοίου «Aγία Aικατερίνη» από
τον Mεσολογγίτη καραβοκύρη Γιάννη Aναστασόπουλο. Μέσω των συγγενών του ο
Μπενάκης επηρέαζε και τους Μανιάτες.
Το 1767 τον επισκέφτηκε στο πυργόσπιτό του ο Γεώργιος Παπάζωλης, τον
ενημέρωσε για τα σχέδια των Ορλώφ και
του ζήτησε να συμπράξει. Στο πυργόσπιτο
του Παναγιώτη Μπενάκη έλαβε χώρα στη
συνέχεια κρυφή συνέλευση με πρόκριτους
από όλη την Πελοπόννησο και τη Μάνη,
στην οποία αποφασίστηκε να ζητηθεί ρωσική στρατιωτική και οικονομική βοήθεια,
ώστε να μπορέσουν οι Ελληνες να ξεσηκωθούν ενάντια στους Τούρκους.
Το Φεβρουάριο του 1770, μικρή μοίρα
ρωσικού στόλου κατέπλευσε στο λιμάνι
του Οιτύλου με επικεφαλής τον Θεόδωρο
Ορλώφ. Πολύ γρήγορα οι επαναστατημένοι
Πελοποννήσιοι και οι Μανιάτες αναθάρρησαν για πολλοστή φορά και κατάφεραν
με τη βοήθεια των Ρώσων να διώξουν
τους Τούρκους από την Καλαμάτα, το
Μυστρά και άλλες περιοχές του Μοριά.
Οι επιχειρήσεις στην Καλαμάτα εξελίχθηκαν
ως εξής: Οι δυνάμεις των λίγων Ρώσων,
Μανιατών και Σφακιανών, 1.400 άνδρες
συνολικά, συγκεντρώθηκαν
στην Καλαμάτα χάρη στις
ενέργειες και τις δαπάνες
που επωμίστηκε ο Παναγιώτης Μπενάκης, και χωρίστηκαν σε δύο σώματα (λεγεώνες). Το ένα θα δρούσε
δυτικά και το άλλο ανατολικά, στην περιοχή της Σπάρτης. Η ολιγάριθμη δυτική λεγεώνα κατευθύνθηκε στην
πόλη της Καλαμάτας την
οποία ο Μπενάκης προσποιήθηκε ότι παραδίδει, και από κει συνέχισε
την πορεία της προς τη μεσσηνιακή πεδιάδα, λεηλατώντας και καταστρέφοντας
σπίτια των Τούρκων.
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΗΤΤΑ
Ο Μπενάκης, απογοητευμένος από την
ανεπαρκή ρωσική βοήθεια και την αναρχία
που επικρατούσε, παρέμεινε στην Καλαμάτα, ισχυριζόμενος ότι η πόλη είχε ανάγκη
περιφρούρησης.
Οι αρχικές επιτυχίες των επαναστατημένων Ελλήνων και των Ρώσων δεν είχαν
συνέχεια. Οι Τούρκοι με ενισχύσεις από
Τουρκαλβανούς έπνιξαν την επανάσταση
στο αίμα. Σώμα 400 Μανιατών προσπάθησε να εμποδίσει την προέλαση των
Τουρκαλβανών στη Μεσσηνία, προβάλλοντας γενναία αντίσταση στα στενά του
Ριζόμυλου (Καρποφόρα), χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Είκοσι τέσσερις μόνο Μανιάτες σώθηκαν από την άνιση και απέλπιδα
σύγκρουση στο στενό. Αυτοί οι ελάχιστοι
μαχητές με αρχηγό τον Μαυρομιχάλη οπισθοχώρησαν και ταμπουρώθηκαν σε σπίτια
στο Νησί (σημερινή Μεσσήνη). Οι Τούρκοι
τους καταδίωξαν και εκεί με μανία. Μόνο
ο τραυματισμένος αρχηγός τους και ο μικρός γιος του επέζησαν τελικά και πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο μικρός Γεώργιος
Μαυρομιχάλης εξισλαμίστηκε και με το
όνομα Μεχμέτ έγινε αργότερα πλοίαρχος
στον τουρκικό στόλο, γνωστός ως Σουκιούρμπεης. Ο πατέρας του απελευθερώθηκε μετά από 6 χρόνια φυλάκιση.
Το Νησί λεηλατήθηκε άγρια και καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ο ΟΡΛΩΦ ΑΠΟΠΛΕΕΙ
ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΒΑΡΙΝΟ
Οι αποτυχίες σε όλα τα μέτωπα ανάγκασαν τον Αλέξιο Ορλώφ να διαλύσει τελικά το στρατόπεδο στο Ναβαρίνο και να
αποπλεύσει στις 6 Ιουνίου 1770 με μοναδικό σκοπό να συντρίψει τον τουρκικό
στόλο και να ξεπλύνει την ντροπή, όπως
και έγινε με τη μεγάλη ναυτική νίκη του
κατά των Τούρκων στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Φεύγοντας από τον Μοριά,
ο Ορλώφ πήρε μαζί του μόνο τους αρχηγούς των επαναστατών, τους αρχιερείς
μεταξύ των οποίων τον αρχιερέα Μονεμβασίας και Καλαμάτας Ανθιμο, τον Παναγιώτη Μπενάκη με το γιο του Γεωργάκη
και άλλους πρόκριτους και οπλαρχηγούς.
Η περιουσία του Μπενάκη δημεύθηκε, η
κόρη του Πατζεχρούλα αναγκάστηκε να
ξενιτευτεί στην Κέρκυρα. Ο Λυμπεράκης
έγινε πρόξενος της Ρωσίας στη Νάπολη,
την Μπαρλέτα και την Κέρκυρα. Ο γιος
της Πατζεχρούλας, ο Γιαννάκης, διαδέχτηκε
τον Λυμπεράκη στο ρωσικό διπλωματικό
σώμα.
Η οικογένεια επέστρεψε στην Καλαμάτα
μετά την Επανάσταση. Οι γιοι της Πατζεχρούλας, ο Παναγιώτης και ο Λυμπεράκης,
ως βουλευτές, συνέβαλαν ουσιαστικά
στην ανασυγκρότηση της πόλης χάρη στη
φιλία τους με τον βασιλιά Οθωνα. Ο Μυστράς και η Καλαμάτα, παρά την αντίσταση
που πρόβαλαν, έπεσαν και πάλι στα χέρια
των Τούρκων. Μόνο η Μάνη κατάφερε
να μείνει ελεύθερη. Η παρουσία των Τουρκαλβανών από το 1770 στην Πελοπόν-νησο είχε ολέθριες συνέπειες, κατά τον
Μεσσήνιο ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά, και
ταλάνιζε την περιοχή για εννέα περίπου
χρόνια. Οι Αλβανοί επέβαλαν επαχθή φορολογία με αποτέλεσμα, στην Ανδρούσα,
το Νησί και την Καλαμάτα που δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις
τους, να πάρουν 300 αγόρια και κορίτσια
και να τα πουλήσουν στους Δουλτσινιώτες.
Πολλοί Ελληνες εγκατέλειψαν τα χωράφια
τους και έφυγαν για να γλιτώσουν.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΟΛΟΣ ΜΕ
ΡΩΣΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Με τη συνθήκη, πάντως, του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή που υπογράφηκε μεταξύ Ρωσίας
και Τουρκίας το 1774 ωφελήθηκαν πολλαπλώς οι Ελληνες, γιατί δημιουργήθηκαν,
εκτός των άλλων, ευνοϊκές συνθήκες για
την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής
ναυτιλίας. Με τη συνθήκη του Αναλή
Καβάκ (1779) και την εμπορική συνθήκη
της Κωνσταντινούπολης (1783), ο ελληνικός στόλος απέκτησε το δικαίωμα να
χρησιμοποιεί τη ρωσική σημαία και να αρμενίζει ελεύθερα στον Εύξεινο Πόντο και
σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Πολλοί Ελληνες από την Πελοπόννησο και τα νησιά
μετανάστευσαν τότε στη Ρωσία, όπου δια-
κρίθηκαν ως έμποροι και διπλωμάτες·
ορισμένοι μάλιστα πέτυχαν την εξασφάλιση
προνομίων με σουλτανικά «μπεράτια»,
ύστερα από μεσολάβηση των Ρώσων
προξένων.
Και μετά τη συνθήκη ωστόσο, η κατάσταση, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, εξακολουθούσε να είναι άθλια: Ληστές και αντάρτες
δρούσαν ανεξέλεγκτοι. Οι τοπικοί μπέηδες
και πασάδες είχαν σηκώσει κεφάλι και
επιδίδονταν σε αυθαιρεσίες, με χαρακτηριστικά και εξέχοντα παραδείγματα αυτά
του Χατζή Αλί Χασεκή, βοεβόδα των Αθηνών, και του ικανού και αδίστακτου μπέη
του Τεπελενίου Αλή ο οποίος έγινε λίγο
αργότερα γνωστός ως Αλή πασάς των
Ιωαννίνων. Οι Αλβανοί διεισδύουν κατά
κύματα στην Ελλάδα και ως μισθοφόροι
φρουροί παρενοχλούν και ληστεύουν Ελληνες και Τούρκους, μολονότι το 1779
είχε λάβει χώρα μεγάλη επιχείρηση εκκαθάρισης εναντίον τους από τουρκικές δυνάμεις. Μεταξύ 1784 και 1787 τοποθετείται η δράση του Ντελή Αχμέτ, του πιο
επικίνδυνου αρχηγού των Αλβανών στην
περιοχή του Πηλίου, καθώς και του Ελληνα
κλέφτη και πειρατή Ανδρούτσου, πατέρα
του Οδυσσέα Ανδρούτσου που διακρίθηκε
στην Επανάσταση. Οι Ελληνες αναγκάζονται να εξοπλιστούν για να τους αντιμετωπίσουν.
ΟΙ ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΣΕΒΟΝΤΑΙ
ΠΛΕΟΝ ΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Γύρω στο 1786 χρονολογείται ένα
υπόμνημα για το Μοριά που φυλάγεται
στα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών
της Γαλλίας. Σε αυτό υπάρχει μια λεπτομερής περιγραφή της Πελοποννήσου και
αναπτύσσεται ένα σχέδιο κατάληψής της
από γαλλικά στρατεύματα. Η Καλαμάτα
περιγράφεται στο υπόμνημα ως πολύ σημαντική πόλη, χωρίς όμως ισχυρή οχύρωση, με 15 χωριά και 1.000 κατοίκους.
Η ετήσια παραγωγή της ανέρχεται σε
3.000 βαρέλια ελαιόλαδο, 3.000 οκάδες
μετάξι, 1.000 καντάρια κερί και 20.000
καντάρια σύκα.
Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι και οι αναφορές του Γάλλου προξένου της Κορώνης
Taitbout, το 1788, ο οποίος μεταξύ άλλων
σημειώνει τα εξής: «Οι Μανιάτες σέβονται
την Καλαμάτα, από την οποία συμπληρώνουν την ελλειμματική παραγωγή τους
σε σιτηρά». Η συμπεριφορά των Μανιατών
είναι τώρα τελείως διαφορετική από αυτήν
της προηγούμενης περιόδου, που χαρακτηριζόταν από τις συχνές ληστρικές επιδρομές τους προς την εύφορη περιοχή
της Καλαμάτας και από απαγωγές προκρίτων της πόλης με στόχο τη διεκδίκηση
λύτρων. Ο ίδιος Γάλλος πρόξενος γράφει
για την Καλαμάτα ότι «η πόλη αποτελεί
την αποθήκη για το ελαιόλαδο, το μετάξι
και το πρινοκόκκι της Μάνης, τα οποία
προστίθενται στην δική της παραγωγή και
αποτελούν σημαντικό αντικείμενο του εμπορίου».
O αγώνας του Λάμπρου Κατσώνη
Ο δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος που ξέσπασε το 1788 και κράτησε ως
το 1792 είχε επιπτώσεις αρχικά ευεργετικές για την Ελλάδα με τις επιδρομές
του Λάμπρου Κατσώνη και του Γουλιέλμου Lorenzi στο Αιγαίο. Ο Κατσώνης,
μετά την υπογραφή της συνθήκης του Ιασίου το 1792 μεταξύ Ρωσίας και
Τουρκίας, κατέφυγε στη Μάνη με τον Ανδρούτσο, όπου συνέχισε αυτόνομα
χωρίς ρωσική κάλυψη και βοήθεια τη δράση του, με βάση το Πόρτο Κάγιο. Οι
Τούρκοι με τη σύμπραξη Γάλλων χτύπησαν το ορμητήριό του εκεί και τον
ανάγκασαν να εγκαταλείψει οριστικά τον άνισο και μάταιο αγώνα του, να
καταφύγει στα Ιόνια νησιά κι από κει στη νότια Ρωσία, όπου πέρασε τα τελευταία
χρόνια της ζωής του ως το 1804.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου