Σημαντικές οι δυνατότητες των Ελλήνων παραγωγών να αυξήσουν την παρουσία τους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ποιοι είναι οι ανταγωνιστές. Πού πρέπει να δοθεί έμφαση. Τι προκύπτει από την ανάλυση της ελληνικής Πρεσβείας στις ΗΠΑ.
Εύφορο έδαφος για τις εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου αποτελεί η αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) στην οποία, πέραν της συνεχούς ανόδου στην κατανάλωση ελαιολάδου, λόγω μεγέθους, αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη καταναλώτρια χώρα σε ελαιόλαδο. Παρά όμως τις θετικές προοπτικές που διαμορφώνονται ιδιαίτερα κατά την τελευταία δεκαετία, η ελληνική παρουσία στις ΗΠΑ είναι ακόμη μικρή.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από σχετική ανάλυση της ελληνικής Πρεσβείας στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία, αν οι Έλληνες παραγωγοί ελαιολάδου θέλουν να δραστηριοποιηθούν εντονότερα σ’ αυτή την τεράστια αγορά, οφείλουν να αναδείξουν τη μοναδικότητα των προϊόντων τους και να προχωρήσουν στην υιοθέτηση καινοτόμων συσκευασιών. Διότι η παρουσία σε ένα τόσο απαιτητικό περιβάλλον όπως των ΗΠΑ και με τον έντονο ανταγωνισμό των υπόλοιπων μεσογειακών χωρών και ιδιαίτερα της Ιταλίας, απαιτεί την έμφαση στην ποιότητα, κάτι το οποίο διαθέτει η Ελλάδα.
Αν και το ελαιόλαδο δεν αποτελεί συστατικό της παραδοσιακής αμερικανικής διατροφής και η κατανάλωσή του απέχει μακράν από τις ποσότητες που καταναλώνουν οι Αμερικανοί στα πλέον διαδεδομένα στις ΗΠΑ έλαια, όπως είναι το σογιέλαιο και το λάδι canola. Εντούτοις, η κατανάλωση ελαιολάδου στις ΗΠΑ αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ αντίθετα τα υπόλοιπα έλαια παρουσιάζουν πτωτική τάση.
Σημειώνεται ότι το 2017 η κατανάλωση ελαιολάδου στις ΗΠΑ ανήλθε στις 328 χιλιάδες μετρικούς τόνους, όταν το 2010 ήταν 291 χιλιάδες μετρικοί τόνοι, ενώ η εγχώρια παραγωγή, αν και είναι συνεχώς αυξανόμενη, παραμένει αμελητέα (16 χιλιάδες μετρικοί τόνοι το 2017 έναντι 5 χιλιάδων μετρικών τόνων το 2010.
Με αυτά τα νούμερα, το 2017, όπως προαναφέρθηκε, οι ΗΠΑ κατείχαν την τρίτη θέση παγκοσμίως, καταναλώνοντας περίπου το 11% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου. Συνεπώς, οι προκλήσεις στην αγορά ελαιολάδου στις ΗΠΑ είναι τεράστιες, αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος και τα επίπεδα κατανάλωσης του πληθυσμού της χώρας. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών που παράγουν και εξάγουν ελαιόλαδο στις ΗΠΑ έχει τα τελευταία έτη ενταθεί και ο μεσογειακός τρόπος διατροφής, ο οποίος στηρίζεται σημαντικά στο υπό εξέταση προϊόν, εισχωρεί όλο και περισσότερο στα νοικοκυριά των ΗΠΑ.
Το 2016, η χώρα μας ήταν ο πέμπτος προμηθευτής ελαιολάδου στις ΗΠΑ, σε ποσοτικούς όρους, με τις δύο πρώτες θέσεις να καταλαμβάνουν η Ισπανία και η Ιταλία, που αποτελούν κύριες ανταγωνίστριες χώρες σε παραγωγή ελαιολάδου παγκοσμίως. Συγκριτικά, η ποσότητα ελαιολάδου που εισάγεται στις ΗΠΑ από την Ελλάδα είναι πολύ μικρή, σε σχέση με αυτή της Ισπανίας, η οποία καταλαμβάνει την πρώτη θέση, αν και η διαφορά της με τη δεύτερη χώρα-προμηθευτή ελαιολάδου, την Ιταλία, είναι σχετικά μικρή.
Πιθανώς το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι μέχρι πρόσφατα, η Ιταλία ήταν ο νούμερο ένα προμηθευτής ελαιολάδου στις ΗΠΑ. Τη μεγαλύτερη μείωση στον όγκο εξαγωγών στις ΗΠΑ σημειώνει το Μαρόκο με -73,02%, ενώ τη μεγαλύτερη αύξηση σημειώνει η Τουρκία με 338,89%. Το ελληνικό μερίδιο αγοράς παρουσιάζει αυξομειώσεις μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια και κρίνοντας από τα διαθέσιμα δεδομένα για το 2017.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 ελληνικές εξαγωγές λαδιών (σ.σ. προς όλους τους προορισμούς) υποχώρησαν κατά 15,3% διαμορφούμενες σε αξία στα 570,4 εκατ. ευρώ έναντι 673,1 εκατ. ευρώ το 2016.
Συγκεκριμένα, το 2016 οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ, ήταν της τάξεως των 9 χιλιάδων μετρικών τόνων (m.t.), όταν της Ισπανίας στην ίδια αγορά ανήλθαν στις 138,9 χιλ. m.t., της Ιταλίας στις 131,5 χιλ. m.t. , της Τυνησίας στις 20,2 χιλ. m.t., του Μαρόκου στις 10,6 χιλ. m.t. και της Τουρκίας στις 5,8 χιλ. m.t.
Το πρώτο πεντάμηνο του 2017, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου προς τις ΗΠΑ κατέγραψαν μείωση της τάξεως του 2,2%, σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016 (4,4 χιλ. m.t.) ενώ αντιθέτως, η Τουρκία αύξησε τις εξαγωγές της κατά 338,89% (7,9 χιλ. m.t.). Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές της Τουρκίας στο αντίστοιχο διάστημα του 2016 ήταν μόλις 1,8 χιλ. m.t., γεγονός που σημαίνει ότι η βάση σύγκρισης για τις εξαγωγές του πρώτου πενταμήνου του 2017 ήταν πολύ χαμηλά.
Υποχώρηση των εξαγωγών στο ίδιο διάστημα καταγράφουν και οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, με τη μεγαλύτερη μείωση στον όγκο εξαγωγών στις ΗΠΑ να σημειώνει το Μαρόκο, με -73,02%. Αντίθετα οι ισπανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ παρουσίασαν άνοδο 5,38%.
Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2017 οι ελληνικές εξαγωγές λαδιών (σ.σ. προς όλους τους προορισμούς) υποχώρησαν κατά 15,3%, διαμορφούμενες σε αξία στα 570,4 εκατ. ευρώ έναντι 673,1 εκατ. ευρώ το 2016.
Παρά όμως τη μείωση σε όγκο, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου στις ΗΠΑαυξήθηκαν κατά 10,27% το πρώτο πεντάμηνο του 2017, αφού σε όρους μοναδιαίας αξίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση, που σημαίνει ότι είναι η ακριβότερη μεταξύ των χωρών που εξάγουν ελαιόλαδο στις ΗΠΑ (αξία μετρήσιμη σε δολάρια ανά μετρικό τόνο). Οι διακυμάνσεις στην κατηγορία αυτή, όπως φαίνεται στον πίνακα, δεν είναι μεγάλες, τουλάχιστον για τις τρεις πρώτες χώρες (Ελλάδα, Ιταλία και Χιλή).
Σύμφωνα με την ελληνική Πρεσβεία στις ΗΠΑ, η βασική ανταγωνίστρια χώρα εισαγωγέας ελαιολάδου στις ΗΠΑ είναι η Ιταλία. Το ιταλικό ελαιόλαδο στην αντίληψη των περισσότερων καταναλωτών στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύει την αυθεντικότητα και την ποιότητα, αν και τα τελευταία χρόνια έχει κλονιστεί η αξιοπιστία του στο καταναλωτικό κοινό, έπειτα από αρκετά κρούσματα νοθείας, τα οποία και έγιναν γνωστά. Παρ' όλα αυτά αποτελεί συχνό φαινόμενο το γεγονός ότι πολλές μάρκες χρησιμοποιούν επί τούτου ιταλικές λέξεις ή εικόνες για να προωθήσουν τα προϊόντα τους στην αγορά.
Μάλιστα, οι περισσότεροι καταναλωτές στις ΗΠΑ δεν γνωρίζουν ότι οι ετικέτες που αναγράφουν «συσκευασμένο στην Ιταλία» και «προϊόν Ιταλίας» δεν αποκαλύπτουν ότι πρόκειται για εισαγόμενο από διάφορες χώρες ελαιόλαδο με προσμίξεις. Επομένως, σημειώνει στη μελέτη της, χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια ανάδειξης της ποιότητας του ελληνικού ελαιολάδου, με σκοπό τη μεταστροφή της γνώμης του καταναλωτικού κοινού και την ενίσχυση της γνώσης των καταναλωτών για το παραπάνω προϊόν. Τα δύο κυριότερα μειονεκτήματα του ελληνικού συστήματος παραγωγής ελαιολάδου είναι το υψηλό κόστος παραγωγής, αλλά και η απουσία διαφοροποίησης του προϊόντος, που οδηγεί σε συνεχή υπερεξάρτηση από τις χύδην εξαγωγές.
Όπως επισημαίνει η Πρεσβεία, η μοναδικότητα της αγοράς κάθε χώρας παραγωγού, σε όρους διαδραστικότητας μεταξύ της παραγωγής, της κατανάλωσης, των καναλιών διανομής και της καταναλωτικής γνώσης, μπορεί να αναδειχθεί κρίσιμη για την αντιμετώπιση των προκλήσεων όχι μόνο στην αγορά των ΗΠΑ αλλά και διεθνώς. Οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χώρο της διατροφής γενικά και εστιάζουν στην εξωστρέφεια του ελαιολάδου οφείλουν να αναδείξουν τη μοναδικότητα των προϊόντων τους.
Για αυτό και τονίζει ότι η ανάγκη για καινοτομία είναι εμφανής στα ελληνικά προϊόντα ελαιολάδου, με σκοπό να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καταναλωτών και της αγοράς. Οι καινοτόμες συσκευασίες μπορούν να υπερκεράσουν ανταγωνίστριες μάρκες και να στοχεύσουν στην κάλυψη της ανάγκης των καταναλωτών των ΗΠΑ για πρακτικότητα και ευκολία στην χρήση του προϊόντος.
Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα παράγει υψηλής ποιότητας ελαιόλαδο, παρόλο που η πλειονότητα των εξαγωγών της προορίζεται στην Ιταλία για πρόσμιξη και εμφιάλωση. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το 27% της συνολικής παραγωγής φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης. Η χώρα παίζει σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου, αλλά μικρό ποσοστό εξ αυτού εισέρχεται στις παγκόσμιες αγορές ως ελληνικό προϊόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου