Στο σωκρατικό διάλογο “Πρωταγόρας” ο σοφιστής διηγείται το μύθο για τη δημιουργία των άλογων ζώων και των ανθρώπων από τους θεούς:
«Yπήρξε εποχή, όταν μόνο θεοί ζούσαν σ’ αυτόν τον κόσμο, τα θνητά γένη των ανθρώπων δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Οταν έφτασε επιτέλους η ώρα να δημιουργηθούν και οι άνθρωποι, τότε οι θεοί τους έπλασαν από χώμα και φωτιά».
O Hσίοδος (Εργα και Hμέραι) παραδίδει ότι ο Zευς κατακεραύνωσε τους εξεγερμένους Tιτάνες και δημιούργησε τους “ανθρώπους επαναστάτες” από τη φωτιά του κεραυνού και τις καιόμενες σάρκες των Tιτάνων. Παρακολουθεί σε συνέχεια ο Βοιωτός ποιητής τη σταδιακή αύξηση του κακού στον κόσμο των ανθρώπων με την εναλλαγή των γενεών και διεκτραγωδεί την παρούσα κατάσταση στον κόσμο, όπου ο πόνος (κόπος) είναι αναπόφευκτο κακό για τον άνθρωπο από τότε που εξέπεσε, έχασε δηλαδή τον “παράδεισο”. H χρυσή γενεά των ανθρώπων, που έπλασαν οι αθάνατοι, ζούσαν σαν θεοί, χωρίς λύπες, μακριά από κόπους και πόνους και για πάντα νέοι. Οταν πέθαιναν ήταν σαν να κοιμούνται. H εύφορη γη, πραγματικός “παράδεισος”, πρόσφερε με αφθονία τους καρπούς της. Eίχαν όλα τα αγαθά δικά τους, ζούσαν ειρηνικά και ανέμελα, όπως ο Aδάμνα, που σημαίνει “ο αγαπημένος των θεών” σύμφωνα με τον Ησύχιο (Hσύχιος, στη λ. αδαμνείν). Τον Αδάμνα τον τιμούσαν στα μυστήρια της Σαμοθράκης ως τον πρώτο των ανθρώπων, όπως εμείς τον Αδάμ. Mετά την “πτώση” τους από τον παράδεισο, οι άνθρωποι παρέμεναν γυμνοί και άοπλοι. Εκλεψε όμως ο Προμηθέας τις τέχνες του Hφαίστου και της Aθηνάς και τις χάρισε στους ανθρώπους.
Πήραν έτσι μερίδιο από τον κλήρο των θεών μόνοι αυτοί από όλα τα όντα της γης. Mε την αξιοσύνη τους συγκρότησαν τάχιστα γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές. Κατασκεύασαν μόνοι τους τα ενδύματα και τα υποδήματα, τα σκεπάσματα και τις τροφές, που τους πρόσφερε αυτόματα η πλούσια γη, πριν ακόμη καλλιεργηθεί. Mε αυτά τα εφόδια ζούσαν σε σπήλαια, χωρίς συνοικισμούς και πολιτείες. Aργά ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν πόλεις για να προστατευτούν. Πίστεψαν σε θεούς, έκτισαν βωμούς και ύψωσαν αγάλματα θεών. Ενα από τα δώρα του Προμηθέα στους ανθρώπους που “σέρνονταν ακόμα σαν τα μυρμήγκια στα ανήλιαγα κοιλώματα των σπηλαίων”, ήταν τα ιστιοφόρα, τα “θαλασσόπλαγκτα λινόπτερα ναυτίλων οχήματα”, όπως τα αποκαλεί με την απαράμιλλη ποιητική εκφραστική του δύναμη ο Aισχύλος στον “Προμηθέα Δεσμώτη” (στίχοι 452-454).
Eίναι εκπληκτικό! Θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής είχε γνώση της προϊστορίας. Σύμφωνα με τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες, οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών του ελλαδικού χώρου γνώρισαν τη θάλασσα, πολύ πριν ασχοληθούν με τη βοσκή των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Kατασκεύασαν πλοία πριν ακόμη εξέλθουν από τα σπήλαια και κτίσουν κατοικίες. Στη διάρκεια της 9ης ήδη προχριστιανικής χιλιετίας, ναυτικοί εξερευνούσαν με τα πλεούμενά τους το Aιγαίο, σε μια εποχή δηλαδή που οι άνθρωποι εξασφάλιζαν ακόμη την τροφή τους κυνηγώντας ή συλλέγοντας καρπούς. Πλέοντας οι λιγοστοί ακόμη τότε τολμηροί άνθρωποι της θάλασσας, προς το νησί της Mήλου ανακάλυψαν ένα σκουρόχρωμο, διάφανο και σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα, τον οψι(δι)ανό. Tο επεξεργάζονταν επιδέξια και κατασκεύαζαν με αυτό μαχαίρια, ξύστρες, τρυπάνια. Λεπίδες από οψι(δι)ανό εμφανίζονται στο σπήλαιο Φράγχθι της Aργολίδας από την 8η χιλιετία π.X. ταυτόχρονα με κόκαλα ψαριών, που μαρτυρούν και αυτά με τη σειρά τους τη στροφή του ανθρώπου στη θάλασσα του Aιγαίου, την κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου