Τα τελευταία αποτελέσματα της
πενταετούς έρευνας σχετικά
με τα οπωροφόρα δέντρα της
Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) δείχνουν
ότι η έκταση που καλλιεργείται με
ελαιόδεντρα στην ΕΕ ανήλθε σε
περίπου 46 εκατομμύρια στρέμματα
το 2018. Οκτώ κράτη-μέλη της ΕΕ
είχαν ελιές που υπερέβησαν το όριο
των 10.000 στρεμμάτων.
Η Ισπανία (55%) και η Ιταλία (23%) αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα της συνολικής
έκτασης της ΕΕ με ελαιόδεντρα, ακολουθεί η Ελλάδα (15%) και η Πορτογαλία (7%). Τα τέσσερα
άλλα κράτη-μέλη παραγωγής ελαιοκάρπου που
καλύπτονται από την έρευνα (Γαλλία, Κροατία,
Κύπρος και Σλοβενία) αντιπροσώπευαν μαζί το
1% της συνολικής έκτασης της ελιάς της ΕΕ.
Το σύνολο του ελληνικού ελαιώνα εκτιμάται ότι
ξεπερνάει σήμερα τα 132.000.000 ελαιόδεντρα
με μέσο όρο παραγωγής, τα προηγούμενα χρόνια,
μεταξύ των 250.000-300.000 τόνων ελαιολάδου.
Ειδικοί στην ελαιοκομία, πανεπιστημιακοί ερευνητές,
μελετητές των ελληνικών γενοτύπων ελιάς, γεωπόνοι, παραγωγοί, τυποποιητές και εξαγωγείς ελαιολάδου που μίλησαν στο πλαίσιο της έρευνας του
Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων
επισήμαναν ότι για κάθε μια ρίζα ελιάς που φυτεύεται
σήμερα, ένα παραγωγικό δέντρο εγκαταλείπεται ή
χάνεται από την ελληνική καλλιέργεια.
Περιγράφοντας την παγκόσμια αγορά του ελαιολάδου και της ελαιοκομίας ο γεωπόνος-ερευνητής,
πρώην διευθυντής Ινστιτούτου Ελιάς και σήμερα
τεχνικός σύμβουλος σε θέματα ελαιοκομίας Κωνσταντίνος Χαρτζουλάκης, επικαλούμενος στοιχεία
του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας αναφέρει
στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «την 25ετία 1992-2016 η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αυξήθηκε κατά
77,5% και η κατανάλωσή του κατά 76,7% με παράλληλη αύξηση της ζήτησης του extra παρθένου
ελαιολάδου».
Πάνω από 3.000-4.000 άτομα
στρέφονται κάθε χρόνο στην ελαιοκομία
Μπορεί να παρατηρείται στροφή της... τρίτης
γενιάς στην ελαιοκομία, δηλαδή νέων και καταρτισμένων ανθρώπων που αναλαμβάνουν τους παραδοσιακούς ελαιώνες των παππούδων-πατεράδων
και φυτεύουν και νέες εκτάσεις, δημιουργούν
μικρές μονάδες τυποποίησης, νέα προϊόντα και
ισχυρό brand name στο εξωτερικό, μπορεί τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται επέκταση του ελληνικού ελαιώνα και στη Θεσσαλία ή ακόμα και
σε περιοχές μακριά από τη θάλασσα, στα ενδότερα
της (ψυχρότερης) ηπειρωτικής χώρας, όπως στα
Ιμερα των Σερβίων Κοζάνης (2.000 στρέμματα,
50.000 ελαιόδεντρα), μπορεί να καταγράφεται
αύξηση του βιολογικού ελαιολάδου και ελιάς προϊόντων ΠΟΠ, ωστόσο, το «ισοζύγιο εισροών-εκροών» στην παραγωγή κλίνει προς την πλευρά των
εκροών και σίγουρα χωρίς να μπορεί να υπερπηδήσει το πλαίσιο, έτσι όπως το είχε ορίσει μελέτη
του 2015 της Εθνικής Τράπεζας, η οποία προέβλεπε
μείωση του ποσοστού του ελληνικού ελαιολάδου
στην παγκόσμια συμμετοχή κάτω από το 6%.
Στα θετικά στοιχεία και στις «ριπές» αισιοδοξίας
που καταγράφονται, η στροφή μορφωμένων ατόμων στην ελαιοκομία υπολογίζεται σε πάνω από
3.000-4.000 ετησίως, αριθμός που αναμένεται
να αυξηθεί με την ίδρυση νέων γεωπονικών
σχολών, καθώς θα προσθέσουν περίπου άλλους
2.000-3.000 διπλωματούχους κι ένα ποσοστό
αυτών θα ασχοληθεί με τη χρυσοφόρα καλλιέργεια
του «ιερού δένδρου» και της παραγωγής του ελαιολάδου, η ζήτηση για το οποίο -σύμφωνα με το
Διεθνές Γραφείο Ελαιοκομίας- θα συνεχίσει να
αυξάνεται μέχρι το 2030.
Μεγάλη πτώση της παραγωγής
ελαιολάδου και ελιάς το 2018
Η μεγάλη πτώση της παραγωγής ελαιολάδουελιάς στη χρονιά που πέρασε χαρακτηρίζεται συγκυριακή για την ελληνική ελαιοκομία, «η γραμμή
της οποίας όμως έχει πια κλίση προς τα κάτω»
αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος-ερευνητής
και φυτωριούχος στον Πόρο Τροιζηνίας Γεώργιος
Κωστελένος, σχολιάζοντας εκτιμήσεις που κάνουν
λόγο για την πιο δύσκολη χρονιά των τελευταίων
50 χρόνων, αλλά και τον κίνδυνο να χάσει η
Ελλάδα (από την Τυνησία) την 3η θέση που κατέχει
παγκοσμίως πίσω από την Ισπανία και Ιταλία στην παραγωγή
ελαιολάδου.
Βάσει των πλέον πρόσφατων
εκτιμήσεων η χρονιά «κλείνει»
με μείωση παραγωγής του ελληνικού ελαιολάδου
μεγαλύτερη της αρχικής πρόβλεψης του -30%,
που ισοδυναμεί με μετριοπαθείς υπολογισμούς με
180.000 τόνους ή με 220.000 τόνους, σύμφωνα
με κάποια πρώτα στοιχεία υπηρεσιών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν την περασμένη χρονιά, το γλοιοσπόριο και ο δάκος που
«χτύπησαν» τις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές
περιοχές της Ελλάδας θεωρούνται οι καθοριστικότεροι παράγοντες για τις απώλειες.
Κατά έναν... μαγικό τρόπο όμως, οι τιμές δεν
εμφανίζουν συνακόλουθη δραματική μείωση για
την τσέπη της... ελαιοκομίας και των 450.000 οικογενειών της. Κι αυτό πιθανόν οφείλεται στη σταθερότητα των εξαγωγών παρθένου ελαιολάδου,
στη μεγάλη ζήτηση του ελληνικού ελαιολάδου και
πάλι από την Ιταλία, η οποία επίσης βίωσε πέρυσι
λόγω και του «τρομερού» βακτηρίου xylella fastidiosa μεγάλες καταστροφές ακόμη και στους μεγάλους ελαιώνες της Απουλίας. Ενας ακόμη παράγοντας που δεν παρέσυρε τις ευρωπαϊκές τιμές,
σύμφωνα με τον διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου
(ΣΕΒΙΤΕΛ) Γιώργο Οικονόμου, «είναι η γιγαντιαία
παραγωγή της Ισπανίας που ίσως φτάνει και τους
1,6 εκατ. τόνους, ενώ υπήρχαν κι αποθέματα 1,5
εκατ. τόνων, αλλά και οι άμεσες ή έμμεσες εξαγωγές
της Τυνησίας στην ΕΕ. Ολα αυτά μαζί λειτούργησαν
σαν συγκοινωνούντα δοχεία στην ευρωπαϊκή και
παγκόσμια αγορά...».
Μείωση στην τυποποίηση,
αύξηση στις εξαγωγές
Ειδικά στον τομέα τυποποίησης ελαιολάδου οι
ελληνικές εξαγωγές έφτασαν τους 35.000 τόνους,
εμφανίζοντας αύξηση 10%, ενώ του τυποποιημένου
για την εσωτερική αγορά βρίσκονται στους 45.000
τόνους, με μείωση περίπου 10%, μείωση που
ακολουθεί την κατανάλωση του extra παρθένου
από τα ελληνικά νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της
οικονομικής κρίσης. Πριν από λίγες ημέρες το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών του ΣΕΒΕ γνωστοποίησε ότι η σημαντική βελτίωση που παρατηρείται στις εξαγωγικές επιδόσεις των προϊόντων
οφείλεται σε μεγάλο ποσοστό στο παρθένο ελαιόλαδο.
Οι εξαγωγές του παρθένου ελαιόλαδου έφτασαν
τα 530 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά
117 εκατ. ευρώ, με τη μεταβολή αυτή να οφείλεται
κυρίως στην ενίσχυση των εξαγωγών προς την
Ιταλία (κατά 82 εκατ. ευρώ). Αν σε αυτές τις εξαγωγές προστεθούν κι αυτές της επιτραπέζιας ελιάς
και τα άλλα παράγωγα ελαιολάδου-ελιάς, η επίδοση
ίσως προσεγγίσει τη μέση ετήσια των εξαγωγών
της πενταετίας (800-900 εκατ. ευρώ) και μάλλον
δεν μπορεί να ειπωθεί «άσχημη» για μια χώρα που
πέρασε μια κακή χρονιά στην παραγωγή της.
«Υπήρξαν και περιοχές που κατά μέσο όρο πέτυχαν
και καλύτερη τιμή σε κάποιες κατηγορίες...» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Οικονόμου.
Εχουμε γεωανάγλυφο αντίστοιχο
της Ιταλίας που παράγει ποιοτικό λάδι,
αλλά... μιμούμαστε την Ισπανία
σε χαμηλό κόστος
«Κάθε χρόνο κάνουμε ένα βήμα μπρος και...
εννιά πίσω» υποστηρίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κωστελένος «και συζητάμε για το ένα βήμα». Προσθέτει
ότι η Ελλάδα δεν έχει ούτε μία έδρα Ελαιοκομίας
και στερείται «καθαρόαιμους ελαιοκόμους», έως
τώρα δεν γινόταν επίσημη καταγραφή γενετικού
υλικού, αλλά και ότι μένουμε πίσω στις νέες καλλιέργειες. Υπάρχουν δύο μεγάλες σχολές ελαιοκομίας στον κόσμο. Η ισπανική που την ακολουθούν κι άλλες χώρες και η ιταλική. Η ισπανική χαρακτηρίζεται από μαζικές φυτεύσεις ποικιλιών που
μπορούν να καλλιεργηθούν (με 5-6 μόνο ποικιλίες)
υπερεντατικά, μαζικά, μηχανικά, στο μισό κόστος
και να παράγουν φθηνό ελαιόλαδο. Η ιταλική,
λόγω του γεωανάγλυφου, δεν μπορεί να καλλιεργήσει όπως η Ισπανία, αλλά αξιοποιεί τον γενετικό της πλούτο παράγοντας εξειδικευμένο ακριβό
ελαιόλαδο. Η Ελλάδα έχει αντίστοιχο γεωμορφολογικό ανάγλυφο με την Ιταλία, αλλά προσπαθεί
να μιμηθεί την Ισπανία στο μειωμένο κόστος...
Μπορούμε -προσθέτει ο κ. Κωστελένος- και πρέπει
να καλλιεργήσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο
αριθμό ποικιλιών για να έχουμε ξεχωριστές ιδιότητες
στα ελαιόλαδά μας, αλλά σήμερα ο αριθμός των
καλλιεργήσιμων ποικιλιών συρρικνώνεται, με την
ποικιλία «κορωνέικη» να κυριαρχεί στην καλλιέργεια
κατά 45%, να ακολουθεί η «Καλαμών» κατά 20%
και το υπόλοιπο ποσοστό καλλιεργειών καταλαμβάνουν 10 ποικιλίες (ελληνικές τοπικές και εισαγόμενες). «Δεν αξιοποιούμε όλες μας τις δυνάμεις.
Παράγουμε ελαιόλαδο σε πολύ στενό εύρος για
να μπορέσουμε να ανταγωνιστούμε την Ιταλία που
έχει σωρεία ποικιλιών. Η Ιταλία που έχτισε ισχυρό
brand name ελαιολάδου σε όλον τον κόσμο με
τις ξεχωριστές ποικιλίες ελιάς (χρησιμοποιώντας
και το ελληνικό extra παρθένο) έχει την πιο διαδεδομένη ποικιλία της μόλις στο 9% του ιταλικού
ελαιώνα» υποστηρίζει ο κ. Κωστελένος.
60% των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην Ελλάδα καλύπτεται από ελαιώνες
Οι ελαιώνες στην Ελλάδα καλύπτουν το 60% του καλλιεργούμενου εδάφους. Ο μεγαλύτερος αριθμός ελαιοδέντρων σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ βρίσκεται στη Μεσσηνία (13,5 εκατομμύρια),
τον Νομό Ηρακλείου (13,3 εκατομμύρια) και τη Λακωνία (10,9
εκατομμύρια). Στους Νομούς Λέσβου, Χανίων, Ηλείας, Φθιώτιδας,
Εύβοιας, Μαγνησίας, Αιτωλοακαρνανίας, Κέρκυρας κι Αχαΐας ο
συνολικός αριθμός των ελαιοδέντρων είναι 46,4 εκατομμύρια.
Η Ελλάδα είναι πρώτη στην παραγωγή μαύρης ελιάς, ενώ η
μεγαλύτερη ιδιαιτερότητά της είναι το υψηλό ποσοστό εξαιρετικά
παρθένου ελαιολάδου που παράγει και το οποίο προσεγγίζει το
82% της παραγωγής, ενώ σε ορισμένες περιοχές ξεπερνάει και
το 90%.
Η Κρήτη και η Πελοπόννησος παράγουν το 74% του ελληνικού
ελαιολάδου.
Η Κρήτη εξακολουθεί να είναι περισσότερο παραγωγική με ποσοστό περίπου στο 39%, αλλά με καθοδικές τάσεις
και η Πελοπόννησος με 35%. Ακολουθούν λοιπή Στερεά και
Εύβοια 10%, νησιά του Αιγαίου 4%, Ιονίου 3%, Μακεδονία 3%,
Θεσσαλία 2%, Ηπειρος 2%, Θράκη 1% και Αττική 1%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου