Πώς να μη χαίρεται η Ξένη Αραπογιάννη, η ανασκαφέας της αρχαίας Θουρίας. Δεν είναι μόνο ότι αποκάλυψε το 2016 κατάλοιπα του αρχαίου θεάτρου, το οποίο αναζητούσε επί δύο δεκαετίες, αλλά ότι από τότε, κάθε ανασκαφική περίοδο, φέρνει όλο και πιο εντυπωσιακά ευρήματα στο φως. Στον ελαιώνα με τη θέα στην εύφορη πεδιάδα της Μεσσηνίας και στον «Θουριάτη» κόλπο, δέκα λεπτά από την Καλαμάτα, στη θέση «Ελληνικά», αποκάλυψε την ορχήστρα του θεάτρου με διάμετρο 16,5 μ., σειρά εδωλίων που βρίσκονται αδιατάρακτα στη θέση τους, πέντε βαθμίδες των κερκίδων στη νότια πλευρά του κοίλου, αποχετευτικό αγωγό. Μεγάλο μέρος της ορχήστρας καταλαμβάνει επίμηκες κτίσμα, μεταγενέστερων χρόνων. Κατασκευασμένο, κυρίως, από λίθινα εδώλια, χρησιμοποιημένα σε δεύτερη χρήση, είχε χαρακτήρα αγροτικό.
Ομως η ιδιαιτερότητα αυτού του θεάτρου που χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. είναι η σκηνοθήκη. Οι τρεις παράλληλες λίθινες αύλακες, που πάνω τους συρόταν η ξύλινη κινητή σκηνή για να δοθούν οι παραστάσεις και όταν τελείωναν την έσυραν πάλι για να φυλαχθεί μέχρι τις επόμενες, επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα μεγάλο θέατρο, σε μια πόλη που γνώρισε μεγάλη ακμή. Η ύπαρξη του θεάτρου είναι ενδεικτική της δύναμης και της οικονομικής ευημερίας που απολάμβανε η αρχαία Θουρία, η ιστορία της οποίας ξεκινάει από την τρίτη χιλιετία π.Χ. και φτάνει έως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους.
Η δρ Αραπογιάννη, επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων που ανασκάπτει στην περιοχή υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, λέει στην «Κ» πως φέτος αποκάλυψαν ολόκληρη την κάτοψη της σκηνοθήκης, 7,50 μ. x 20 μ. «Μέσα στη σκηνοθήκη βρήκαμε τη συνέχεια των λίθινων αυλάκων, οι ράγες δηλαδή πάνω στις οποίες συρόταν η σκηνή. Το μήκος τους είναι 45 μέτρα και υπολογίζουμε ότι έχουμε ακόμη πέντε μέτρα να φέρουμε στο φως. Πρέπει να είναι γύρω στα 50 μ. συνολικά. Οπότε καταλαβαίνετε, φέτος είχαμε πολύ καλά αποτελέσματα».
Η αποκάλυψη του κοίλου του αρχαίου θεάτρου θα δώσει στοιχεία για τη χωρητικότητα του μνημείου. Το άφησε τελευταίο, γιατί «είναι το δυσκολότερο και πιο απαιτητικό μέρος της ανασκαφής». Υπογραμμίζει πάντως, πως είναι ένα από τα μεγάλα θέατρα, κι ένα από τα τέσσερα με ξύλινη σκηνή σε όλο τον ελλαδικό χώρο. «Εχουμε το θέατρο της αρχαίας Μεσσήνης, στην πρώτη του φάση την ελληνιστική, όταν είχε ράγες οι οποίες σώζονται σε αρκετό μήκος αλλά όχι όσο αυτό της αρχαίας Θουρίας. Ξύλινη κινητή σκηνή είχε επίσης το θέατρο της Μεγαλόπολης, ενώ υπάρχουν κάποια ίχνη, –λίγα στοιχεία–, για το αρχαίο θέατρο της Σπάρτης».
Μέσα στη σκηνοθήκη του θεάτρου της αρχαίας Θουρίας, εντοπίστηκαν και μεταγενέστερες επεμβάσεις. Κτίσματα βυζαντινά και υστεροβυζαντινά. «Εκείνα τα χρόνια χρησιμοποίησαν το απεριόριστο υλικό που βρήκαν στο θέατρο, για να φτιάξουν σπίτια και κτίσματα, άσχετα με τη λειτουργία του θεάτρου».
Στη συστηματική ανασκαφική έρευνα, πραγματοποιήθηκαν κι άλλες δοκιμαστικές τομές, σε οικόπεδα, νοτίως του θεάτρου, στα οποία επίσης βρέθηκαν πολλά στοιχεία για το μέγεθος, τη δομή και την έκταση της πόλης.
Η κ. Αραπογιάννη μπορεί να εστιάζει με την ομάδα της στο αρχαίο θέατρο, θυμίζουμε όμως ότι στη θέση «Παναγίτσα», όπου ξεκίνησε έρευνες από το 2007 (συστηματική ανασκαφή έγινε το 2009 υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας), αποκάλυψε εντυπωσιακό Ασκληπιείο (τα πρώτα νοσοκομεία της αρχαιότητας), με πολλά μάλιστα ευρήματα. Στη θέση «Ελληνικά», η έκπληξη είναι το θέατρο, του οποίου τα χαρακτηριστικά μαρτυρούν τη δύναμη της πόλης αυτής, που μπορούσε να δαπανήσει τόσα χρήματα.
Σημειώνει ότι η αρχαία Θουρία της Μεσσηνίας ως «περίοικος» πόλη των Λακεδαιμονίων, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη Μεσσηνία, αφού υπήρξε η σημαντικότερη πόλη της δυτικής Μεσσηνίας και η δεύτερη σε δύναμη πόλη μετά το 369 π.Χ. όταν ιδρύθηκε η Μεσσήνη. «Στην επόμενη πενταετία προγραμματίζονται δοκιμαστικές ανασκαφικές τομές σε διάφορα σημεία όπου γνωρίζουμε ότι εξαπλώνεται η αρχαία πόλη, για να προσδιορίσουμε το εύρος της, τη διάταξη και το είδος των κτισμάτων, στοιχεία που θα φωτίσουν την αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία». Στη Μεσσηνία, λέει η κ. Αραπογιάννη, έχουμε πια δύο αρχαία θέατρα. «Φαίνεται ότι η Θουρία ήταν το αντίπαλο δέος της Μεσσήνης ή αντίστροφα. Δύο πάρα πολύ μεγάλες πόλεις σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, οι οποίες στην αρχαιότητα είχαν συνοριακές διαφορές».
Βασικοί υποστηρικτές και χρηματοδότες των ανασκαφών είναι το ίδρυμα Γεωργίου και Βικτωρίας Καρέλια, και το ίδρυμα Καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου