Ο απέραντος ερειπιώνας που αντίκρισα και αντικρίζω στη Μεσσήνη κατά τη διάρκεια των ανασκαφών τα τελευταία τριάντα τέσσερα χρόνια, πριν προχωρήσω στις εργασίες αναστήλωσης και ανάδειξης του μνημειακού συνόλου της πόλης (Εικ. 1-2), ήταν αποτέλεσμα της δράσης ανθρώπων των σκοτεινών αιώνων του χριστιανικού μεσαίωνα, οι οποίοι κυνηγούσαν τα μέταλλα, τους σιδερένιους συνδέσμους και το χυτό μολύβι που έδεναν μεταξύ τους τα αρχιτεκτονικά μέλη των αρχαίων κτισμάτων, για να κατασκευάσουν πρωτίστως μεταλλικά εργαλεία για την άροση της γης, την υλοτομία και τη δόμηση. Δεν αποδομούσαν συστηματικά μόνο τα αρχαία οικοδομήματα για την αρπαγή των μετάλλων, κατακερμάτιζαν και τα μαρμάρινα αγάλματα για να τα μετατρέψουν σε ασβέστη, αναγκαία ύλη για την οικοδόμηση των ταπεινών σπιτιών τους.
Οι εμπορικοί δρόμοι είχαν κλείσει, χρήμα δεν κυκλοφορούσε, η οικονομία είχε στραφεί σε πρωτόγονες μορφές ανταλλαγής προϊόντων. Η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας είχε εγκαταλείψει τις επαρχίες της στην τύχη τους. Οι πάμφτωχοι ολιγάριθμοι κάτοικοι της υπό εγκατάλειψη Μεσσήνης (εθνικοί, χριστιανοί και ανιμιστές νομάδες του βορρά) έδωσαν τη χαριστική βολή στη μεγάλη πολιτεία, που είχε ερημώσει μετά την οικονομική κατάρρευση της αυτοκρατορίας και τη φυγή των εύπορων αστών προς ασφαλέστερα μέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου