Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ο Καπετάνιος φρόντιζε για όλους και για όλα

Ενα δημοσιογραφικό «μπάρκο» με τον Βασίλη Κωνσταντακόπουλο



Της Μαριαννας Κακαουνακη

Τον καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλο τον συνάντησα για πρώτη φορά το 2006 στο λιμάνι του Μπρέμερχαβεν στη Γερμανία. Ταξίδευα τότε με ένα από τα πλοία του, το «Maersk Καλαμάτα», για ένα ρεπορτάζ για την ελληνική ναυτιλία.
Ενα πρωί ξύπνησα και όλο το πλήρωμα ήταν στο πόδι. «Ερχεται ο καπετάν Βασίλης!» Ο Σάββας, ο μάγειρας του καραβιού, είχε πάει από το πρωί στην αγορά για να ετοιμάσει τα αγαπημένα φαγητά του «Kαπετάνιου του» και ο Μανούσος, ο υποπλοίαρχος, είχε βρει λουλούδια για να στολίσει το πλοίο. Γρήγορα κατάλαβα ότι η πρόθεσή τους ήταν όχι να τον καλοπιάσουν αλλά να τον ευχαριστήσουν. Αυτό άλλωστε προσπαθούσε πάντα και ο καπετάν Βασίλης να κάνει γι' αυτούς.
Οπως μου διηγήθηκαν, φρόντιζε να μην τους λείπει τίποτα, είτε αυτό ήταν λάδι και ελιές από την Καλαμάτα είτε ένα στήριγμα στα δύσκολα. Αλλωστε και ο ίδιος, πολύ πριν πραγματοποιήσει τα όνειρά του, είχε μάθει από πρώτο χέρι πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η ζωή στη θάλασσα.


Το πρώτο μπάρκο

Οταν πρωτομπάρκαρε ήταν δεκαοκτώ χρονών, οι συνθήκες τότε στα καράβια δύσκολες, πόσω μάλλον για ένα παιδί που δεν ήταν από νησιωτική οικογένεια. Θάλασσα πρωτοείδε στα δεκατρία του περνώντας από τον Αργολικό κόλπο. Παρ' όλα αυτά τη θάλασσα τη λάτρεψε και μαζί με αυτήν και το επάγγελμα του ναυτικού. Ο μόνος λόγος που αποφάσισε να γυρίσει στη στεριά ήταν η οικογένειά του, η γυναίκα του και τα τρία του αγόρια. Δεν άντεχε να ζει μακριά τους.
Την καριέρα του ως πλοιοκτήτης την ξεκίνησε το 1974, παίρνοντας ρίσκο και αγοράζοντας με δόσεις ένα μικρό καράβι σαράντα ετών που φόρτωνε τσιμέντα και τα πήγαινε στη Λιβύη. Με σκληρή δουλειά σιγά σιγά έχτισε μια «αυτοκρατορία». Μια λέξη που θυμάμαι δεν του άρεσε, γιατί πίστευε πραγματικά πως η επιτυχία της Costamare οφειλόταν στο προσωπικό και κυρίως στους ναυτικούς της.


Στο Μπρέμερχαβεν

Οταν πριν από τέσσερα χρόνια, ο καπετάν Βασίλης έφτασε στο λιμάνι του Μπρέμερχαβεν, όλο το προσωπικό του πλοίου έτρεξε να τον υποδεχτεί. Μου έκανε εντύπωση ότι γνώριζε το πλήρωμα με τα μικρά τους ονόματα. Κάποια στιγμή τον είδα να κοιτάει στα κλεφτά ένα μικρό σκονάκι που είχε στην τσέπη του. Με είδε και σχεδόν απολογητικά μου είπε: «Ε, μεγαλώνω και πολλές φορές ξεχνάω...».
Πήγαμε μια βόλτα στη γέφυρα και μέσα σε λίγα λεπτά με την απλότητα και την αμεσότητά του με έκανε να ξεχάσω πως απέναντί μου είχα έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στην Ελλάδα. Είχε μια απίστευτη ικανότητα να διηγείται ιστορίες: μου μίλησε για τα πρώτα δύσκολα χρόνια στο Διαβολίτσι, για τον Εμφύλιο που ανάγκασε την οικογένειά του να έρθει στην Αθήνα. Για το πώς πουλούσε γάλα τα πρωινά και πώς πήγαινε σχολείο τα βράδια.
Εκεί, σε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Γερμανίας, μου μίλησε για το πώς είχε αλλάξει η ναυτιλία από εκείνα τα πρώτα χρόνια που μπάρκαρε στα Λίμπερτι. Για τις «αδερφικές φιλίες» που κάνει ένας ναυτικός στις νυχτερινές βάρδιες και «τις ανατολές όλου του κόσμου» που τον είχαν κάνει καλύτερο άνθρωπο. Μου περηφανεύτηκε για τα τρία του παιδιά και τη σύζυγό του Κάρμεν, τον «άγγελό» του όπως την αποκαλούσε, και για το πόσο τυχερός ήταν που τον είχε διαλέξει για σύντροφό της, «γιατί αυτές μας διαλέγουν».
Στο καράβι εκείνη την ημέρα έκατσε περίπου πέντε ώρες. Με μια απίστευτη ενέργεια και γρήγορο βήμα ανεβοκατέβαινε από το μηχανοστάσιο στη γέφυρα και από το κατάστρωμα στα μαγειρειά για να προλάβει να τους δει όλους. Κάπως έτσι, φαντάζομαι, έτρεχε και με οτιδήποτε καταπιανόταν. Είτε αυτό είχε να κάνει με την Costamare είτε με το Kόστα Ναβαρίνο, ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα που με μεγάλη αγάπη και κόπο έφτιαξε στην Πύλο, για να πραγματοποιήσει ένα άλλο του όνειρο: να μετατρέψει την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μεσσηνία, σε κορυφαίο τουριστικό προορισμό.

Η συμπαράσταση

Ετσι έτρεχε και για τους φίλους του, τους συνεργάτες, τους ναυτικούς του. Και το λέω αυτό γιατί έτσι έτρεξε και για εμένα, που ελάχιστα με γνώριζε, όταν έμαθε πως περνούσα μια μεγάλη στενοχώρια.
Τις τελευταίες ημέρες μαθαίνω όλο και περισσότερα για την πραγματικά αξιοθαύμαστη ζωή του και την προσφορά του στον τόπο. Νιώθω πως ίσως δεν θα του άρεσε να βλέπει να γράφονται τόσα πολλά για τον ίδιο και για τα έργα του. Εγώ κρατώ κάτι που είχε πει πέρυσι σε μια βράβευση: «Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν όνειρα και τους λείπουν τα μέσα. Αυτοί που έχουν και όνειρα και τα μέσα έχουν χρέος να τα κάνουν πράξη».
Αυτό ήταν και το μότο με το οποίο πορεύθηκε σε όλη του τη ζωή, μέχρι στα μέσα της εβδομάδας που πέρασε, όταν άφησε την τελευταία του πνοή. Αν στο τέλος της ζωής κάτι μένει, αυτό είναι οι παρακαταθήκες του κάθε ανθρώπου. Και ο καπετάν Βασίλης άφησε πολλές πίσω του, πριν ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι...

"ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" 30/01/2011





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου