Η έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «Το Παρελθόν στο Παρόν:
Μνήμη, Ιστορία και Αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα»
(Αθήνα 2018, εκδ. Καστανιώτη) αποκαλύπτει πόσο σημαντική
-και ταυτόχρονα φορτισμένη ιδεολογικά και πολιτικά- είναι
η πρόσληψη του παρελθόντος στη συγκρότηση του παρόντος,
ειδικά στη χώρα μας. Πόσο έντονα, αλήθεια, το παρελθόν
επηρεάζει το παρόν και με ποιον τρόπο;
Είναι γεγονός ότι οι εκάστοτε
κοινωνικές συνθήκες
επηρεάζουν τον τρόπο
με τον οποίο κατανοούμε
όχι μόνο την ιστορία, αλλά
και την καλλιτεχνική έκφραση
γενικώς. Το παρελθόν,
το παρόν και το
μέλλον βιώνονται ανάλογα
με την εποχή και με τα
άτομα που προσπαθούν
να τα προσεγγίσουν. Υφίσταται
τελικά ή όχι ένα κοινό
πολιτιστικό έδαφος, πάνω στο οποίο
να στηριχτούμε ώστε να προσεγγίσουμε
το παρελθόν, τη μνήμη και την ιστορία,
και να αναλύσουμε τον τρόπο με τον
οποίο αυτό επιδρά στο παρόν; Στόχος
του συλλογικού τόμου είναι να παρουσιάσει
τις τρέχουσες προσεγγίσεις του παρελθόντος
στην Ελλάδα μέσα από την αρχαιολογία,
την ιστορία, την ανθρωπολογία,
τη μουσειολογία, την αρχιτεκτονική και τη
νομική επιστήμη, όπως αυτές διατυπώθηκαν
στις δημόσιες συζητήσεις που έγιναν
το 2015 στο Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Συνοψίζω εδώ ορισμένες σκέψεις που
προκύπτουν από τα κεφάλαια του βιβλίου.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ
ΝΕΟΤΕΡΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Είναι γεγονός ότι παρατηρείται μια αξιολογική
κατάταξη στις αντιλήψεις περί του
αρχαίου και του νεότερου παρελθόντος,
με υποβάθμιση του δεύτερου, μολονότι
επιχειρείται (ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου)
και πρόσφατα στον νέο αρχαιολογικό
νόμο του 2002, να αντιμετωπιστούν
ισότιμα αρχαίο και νεότερο παρελθόν.
Παράλληλα γίνεται αυθαίρετη
επιλεκτική χρήση συμβόλων της
αρχαιότητας από στρώματα της
ελληνικής κοινωνίας για να προβάλουν
δικές τους ιδέες, συντεχνιακές
επιδιώξεις και άλλα τινά.
Τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος
στην πορεία τους στο χρόνο,
αποκτούν αναπόφευκτα νέο
νόημα και νέες αξίες με αποτέλεσμα
να αποτελούν και προϊόντα του
εκάστοτε παρόντος, του κοινωνικού
γίγνεσθαι. Κανόνας της συλλογικής
μνήμης είναι το σχολείο και συμπληρωματικά
το μουσείο που λειτουργεί
ως θησαυροφυλάκιο της εθνικής μνήμης,
κυρίως το Εθνικό Μουσείο.
ΝΕΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΕΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
Σημαντικές είναι οι αλλαγές που συντελέστηκαν
στις μουσειολογικές πρακτικές
διεθνώς και στη χώρα μας με τη συμβολή
και της τεχνολογικής εξέλιξης. Στο θέμα
αυτό περιγράφονται οι εμπειρίες και οι
στρατηγικές των διευθυντών σε τρία μεγάλα
μουσεία των Αθηνών, του Νίκου Καλτσά,
της Αναστασίας Τούρτα και του Αγγελου
Δεληβορριά.
Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,
όπου αναγκαστικά το προέχον και το τονιζόμενο
είναι το αρχαίο αντικείμενο, επιχειρείται
να αναδειχτούν
μέσα απόν έκθεση κοινωνικές
πτυχές της αρχαιότητας
και ιστορικές παράμετροι,
πέρα από το μεγαλείο
της κλασικής Ελλάδας. Δίνεται
επίσης έμφαση σε περιοδικές
εκθέσεις, στην εκπαιδευτική
λειτουργία και
την επικοινωνία με μαθητές διαφόρων
ηλικιών.
Στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
στη Θεσσαλονίκη είναι σαφώς επιτυχής η
ανάδειξη και η προβολή στο ευρύ κοινό
μιας δύσκολης ιστορικής περιόδου, που
είχε κάπως παραμεριστεί και τα υλικά της
κατάλοιπα μελετώνται, ακόμη και σήμερα
από ορισμένους, αποκλειστικά ως έργα
τέχνης.
Στο Μουσείο Μπενάκη, έγινε πραγματικότητα
το προσωπικό όραμα για την Ελληνικότητα
του Δεληβορριά και την ισότιμη
αντιμετώπιση του αρχαίου και του πιο πρόσφατου
παρελθόντος σε μια προσπάθεια
ανάδειξης της συνέχειας και της συνοχής
του ελληνικού πολιτισμού μέσα από τη
διαχρονία των εκθεμάτων στα παραρτήματα
του Μουσείου.
Ανοιγμα στο κοινό, περιοδικές εκθέσεις,
συνέδρια, εκδόσεις, συναυλίες, θεατρικές
παραστάσεις, κυλικεία, εστιατόρια, πωλητήρια
χαρακτηρίζουν μεταξύ άλλων το
Μουσείο Μπενάκη.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ
Τα θέματα που θίγονται στην τελευταία
ενότητα του βιβλίου είναι σε γενικές γραμμές
τα εξής: Συμμετοχή του κοινού στην
αρχαιολογική διαδικασία και τη διαχείριση
της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα αδιέξοδα
που δημιουργούν οι πολιτικές της επίσημης
αρχαιολογίας στην Ελλάδα. Οι δράσεις
και οι απαιτήσεις του κοινού επηρεάζουν
ολοένα και περισσότερο τη διαχείριση των
αρχαιολογικών χώρων, αλλά και τις πρακτικές
έκθεσης στα μουσεία. Η διαδικασία
της αποκάλυψης των υλικών κατάλοιπων
με την ανασκαφή καθώς και η διαδικασία
της αποκατάστασης της μορφής των μνημείων
είναι αναπόσπαστο μέρος του τελικού
αποτελέσματος, αλλά και οι επισκέπτες -
θεατές αυτής της διαδικασίας, αποτελούν
αναπόσπαστο μέρος της δημιουργίας.
Αναπτύσσεται σταδιακά, μια αισθητική όχι
του τελικού προϊόντος αλλά της διαδικασίας.
Οι θεατές και το ακροατήριο συγκροτούν
την «αγορά» όπου σχολιάζεται
συζητείται το μήνυμα που εκπέμπει το δημιούργημα
κάθε μορφής. Παίζουν μεταξύ
άλλων το ρόλο τους, το ιστορικό και η
θέση εύρεσης του έργου, η παλαιότητα,
η προέλευση, η δημοσίευσή, ο δημιουργός,
η προβολή του έργου και άλλα τινά.
Ο παρεξηγημένος ανασκαφικός τουρισμός
Ο πολιτισμός ερμηνεύεται σήμερα ευρύτερα ως τρόπος ζωής και σύνολο κοινών
αξιών και εμπειριών. Κινητήριες δυνάμεις στην αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας
του πολιτισμού και της δημιουργίας είναι η χρήση της νέας τεχνολογίας και η
επιθυμία των πολιτών για απόκτηση εμπειριών και συγκινήσεων. Εδώ εντάσσεται και
ο παρεξηγημένος, δυστυχώς, στη χώρα μας «ανασκαφικός τουρισμός», που αποτελεί
μια συνήθη πρακτική παγκοσμίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου