Πριν από δύο χρόνια, ως ευρωβουλευτής, είχα διαφωνήσει δημόσια με το διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλοντ Τρισέ. Διαφώνησα με τις συνεχείς αυξήσεις των ευρωεπιτοκίων. Του επισήμανα, ότι με την εμμονή του να ρίξει τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης κάτω από το 2% (από το2,1% που ήταν τότε) επιβράδυνε την ευρωπαϊκή ανάκαμψη. Και αυτό όταν η ανάπτυξη στις ΗΠΑ έτρεχε ήδη με 3,5% (έναντι 2% στην Ευρωζώνη) και όταν οι περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες είχαν ήδη κλείσει τριετία με ρυθμούς ανάπτυξης πολλαπλάσιους εκείνων της Ευρωζώνης. Ετσι η ανάπτυξη του υπόλοιπου κόσμου «άφηνε συνεχώς πίσω» την Ευρώπη… Ο κ. Τρισέ, μου απάντησε τότε, ότι απόλυτη προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, κι ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν θα εμπόδιζε την οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη. Του απάντησα ότι δεν αποκλειόταν, πράγματι, να επιταχυνθεί η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη από το 2% στο 3% (όπως κι έγινε), αλλά ότι αυτή η μικρή επιτάχυνση δεν έφτανε για να καλύψουμε το χαμένο έδαφος. Κι αν στο ανώτατο σημείο της κυκλικής ανάκαμψης η Ευρωζώνη έφτανε στο 3% στην Αμερική είχε ήδη ξεπεράσει το 5% όταν θα άρχιζε η επιβράδυνση, η αμερικανική οικονομία θα είχε περιθώρια να υποχωρήσει ομαλά, ενώ η Ευρωζώνη θα έπεφτε και πάλι σε ύφεση. Του υπογράμμισα ακόμα, ότι η οριακή συμπίεση του πληθωρισμού κατά 0,3% (από το 2,1% στο 1,8%) δεν άξιζε το τίμημα που πληρώναμε όλοι, να κρατιέται δηλαδή στην Ευρώπη η ανεργία πάνω από το 7,5%, όταν στις ΗΠΑ είχε από χρόνια υποχωρήσει κάτω από 5%. Γιατί αυτά τα μικρά ποσοστά σε ρυθμούς κάνουν μεγάλη διαφορά στην πραγματική ζωή, την οικονομική ισχύ, τις αναπτυξιακές προοπτικές και τις κοινωνικές ισορροπίες: Οταν η ανάκαμψη δεν ξεπερνά το 3% δεν γίνεται αισθητή στο μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ούτε μειώνει αισθητά την ανεργία. Και δεν άξιζε τον κόπο, προκειμένου να υποχωρήσει ο πληθωρισμός λίγα δέκατα της δεκαδικής μονάδας, να κρατήσουμε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε συνθήκες στασιμότητας για το μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σε συνθήκες διαρκούς ανασφάλειας για τους εργαζόμενους.
Τότε ο κ. Τρισέ επικαλέστηκε την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας… Ομως η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας δεν ισοδυναμεί με ασυδοσία. Η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να είναι ανεξάρτητη στην εφαρμογή μιας πολιτικής που της έχει ανατεθεί. Οχι στη χάραξη όποιας πολιτικής θέλει. Η εντολή προς την Κεντρική Τράπεζα δεν είναι «λευκή επιταγή»… Στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, όπου εδώ και πολλές δεκαετίες υπάρχει η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, προωθείται -ανάλογα με τη συγκυρία - τόσο η καταπολέμηση του πληθωρισμού όσο και η ανάπτυξη. Οταν υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις, η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει τα επιτόκια, για να τις ελέγξει. Οταν αντίθετα, υπάρχει ύφεση, επιβράδυνση ή μακροχρόνια χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η Κεντρική Τράπεζα μειώνει τα επιτόκια για να επιταχύνει την οικονομική δραστηριότητα. Αυτή είναι η «κεϊνσιανή» «ορθοδοξία» (fine tuningτην ονομάζουν οι Αγγλοσάξονες) στη διαχείριση της νομισματικής πολιτικής διεθνώς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αντίθετα, δεν εφαρμόζει την παγκόσμια «ορθοδοξία»: Εφαρμόζει μια μονεταριστική «αίρεση»: Παρακολουθεί μόνο το ρυθμό αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας. Κι όταν αυτός ο ρυθμός είναι αυξημένος,τότε σπεύδει να μειώσει τα επιτόκια, γιατί φοβάται ότι κυοφορεί πληθωρισμό στο μέλλον. Δεν παρακολουθεί τους τρέχοντες ρυθμούς πληθωρισμού. Δεν την ενδιαφέρει αν υπάρχει ύφεση, ή αν οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι ιστορικά χαμηλοί. Την ενδιαφέρει μόνον ο μελλοντικός πληθωρισμός. Και τον υπολογίζει αποκλειστικά βάσει της προσφοράς χρήματος, εφαρμόζοντας τη μονεταριστική θεωρία στην πιο άκαμπτη εκδοχή της. Μια αμφισβήτηση που γενικεύθηκε. Λίγο καιρό αργότερα, ο Αλεξάντερ Λαμφαλουσί, ο πατέρας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κι ίσως ο άνθρωπος με το μεγαλύτερο κύρος ανάμεσα στους Ευρωπαίους τραπεζίτες,προειδοποίησε, ότι η αύξηση της προσφοράς χρήματος - αν και ανησυχητική - δεν σημαίνει αναγκαστικά αντίστοιχη μελλοντική αύξηση του πληθωρισμού. Γιατί,απλούστατα, το «παραπανίσιο» χρήμα μπορεί να κατευθυνθεί όχι στην αγορά αγαθών (αυξάνοντας ευθέως τον πληθωρισμό), αλλά στην αγορά περιουσιακών στοιχείων (κινητών αξιών και ακινήτων), αυξάνοντας πολύ έμμεσα και πολύ λιγότερο τον πληθωρισμό. Και κάτι ακόμα: Αν σε συνθήκες αύξησης των τιμών στις κινητές και ακίνητες αξίες η Κεντρική Τράπεζα αυξήσει τα επιτόκια υπερβολικά, τότε κινδυνεύει να δημιουργήσει στασιμοπληθωρισμό. Δηλαδή επιδιώκοντας να αποφύγει ένα κακό, να φέρει όλα τα κακά! Λίγους μήνες αργότερα,ο Σαρκοζί, ως υποψήφιος πρόεδρος της Γαλλίας, καυτηρίασε τη μονομερή πολιτική Τρισέ. Οι Κεντρικοί Τραπεζίτες τον ειρωνεύθηκαν τότε. Αλλά λίγο αργότερα το μετάνιωσαν. Πρώτον, γιατί τους αποδοκίμασε με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και η άλλη υποψήφια για τη γαλλική προεδρία, η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Δεύτερον, διότι λίγο αργότερα, ο Σαρκοζί εξελέγη πρόεδρος, και έδειξε εξαρχής, ότι θα επέμενε στην αντίρρησή του. Στο μεταξύ, ξέσπασε και η κρίση στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ και όλες οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να ρίξουν μεγάλες ποσότητες ρευστότητας στην αγορά. Μόνο από τις αρχές του περασμένου Αυγούστου η ΕΚΤ έριξε 155 δισεκατομμύρια ευρώ στη διατραπεζική αγορά, προκειμένου να αποφύγει μεγάλους κραδασμούς. Εκεί που ανη συχούσε για την αύξηση της προσφοράς χρήματος, επειγόντως άνοιξε τους κρουνούς!
Σήμερα η διεθνής κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αυξάνει πλέον τα επιτόκια, όμως η αμερικανική ομόλογός της άρχισε ήδη να ταμειώνει. Και το αποτέλεσμα είναι να υποχωρεί συνεχώς το δολάριο και να ανεβαίνει, αντιστοίχως, το ευρώ. Ετσι, η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων επιδεινώνεται από δύο πλευρές: Λόγω αύξησης του κόστους πετρελαίου (επιδεινώνεται το κόστος της εισαγόμενης ενέργειας) και λόγω αύξησης του ευρώ (γίνονται πιο ακριβά τα ευρωπαϊκά προϊόντα και πιο φθηνά όλα τα υπόλοιπα). Αντίθετα, στις ΗΠΑ οι μειώσεις των επιτοκίων που ήδη έγιναν, εκείνες που προεξοφλούνται για το άμεσο μέλλον και η συνεχής διολίσθηση του δολαρίου, ανακουφίζουν την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων. Χάνουν κι αυτοί από την αύξηση των τιμών ενέργειας, αλλά κερδίζουν σε ανταγωνιστικότητα και από τη μείωση των επιτοκίων τους κι από την πτώση του δολαρίου. Οταν, επομένως, η αμερικανική ανταγωνιστικότητα βλάπτεται από μια πλευρά αλλά ωφελείται από δύο, ενώ η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα βλάπτεται από δύο πλευρές και δεν ωφελείται από καμιά, τότε έχουμε μεγάλη συγκριτική επιδείνωση του χάσματος ανταγωνιστικότητας μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Κι αυτό είναι εξαιρετικά δυσάρεστο για κάθε χώρα της Ευρώπης…
Για να είμαστε δίκαιοι, ο κ. Τρισέ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν δίκιο σε ένα σημαντικό ζήτημα: Οτι η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης χρειάζεται πρωτίστως μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εκεί συμφωνούμε απόλυτα. Και τέτοιες κατά προτεραιότητα μεταρρυθμίσεις υποστήριξα στην πρόσφατη συζήτηση για τον ελληνικό προϋπολογισμό του 2007. Με τη μόνη διαφορά, ότι τέτοιες διαρθρωτικές αλλαγές γίνονται σε κάθε χώρα πολύ ευκολότερα σε συνθήκες ταχύρρυθμης ανάπτυξης παρά σε συνθήκες στασιμότητας. Η Κεντρική Τράπεζα της Ευρώπης, παγιδευμένη στη μονεταριστική ακαμψία της, φρέναρε την ανάπτυξη της Ευρωζώνης και απέτρεψε τις μεγάλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που και η ίδια με έμφαση υποστηρίζει. Εβαλε μόνητης τρικλοποδιά στον εαυτό της. Και στην Ευρωζώνη. Γι’ αυτό και σήμερα κορυφώνονται εναντίον της οι πολιτικές διαφωνίες. Και δεν θα αρκέσουν οι ενέσεις ρευστότητας. Θα χρειαστεί να μειώσει και τα επιτόκια…
* Ο κ. Σαμαράς είναι βουλευτήςΜεσσηνίας της Ν.Δ.[Από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»]