Του καθηγητή
Πέτρου Γ. Θέμελη
Το τοπίο της Μεσσήνης συνδυάζει την ορεινή μεγαλοπρέπεια των Δελφών και τη χαμηλή παραποτάμια γαλήνη της Ολυμπίας. Ο αρχαιολογικός χώρος δεν περιλαμβάνει μόνο ιερά και δημόσια οικοδομήματα, αλλά και οχυρώσεις επιβλητικές και κατοικίες και ταφικά μνημεία. Οπως γίνεται αντιληπτό και μόνο από τις κατόψεις των οικοδομημάτων, η πόλη οικοδομήθηκε από τους Θηβαίους υπό τον Επαμεινώνδα το 369 π.Χ., με βάση τις αρχές του Ιπποδάμειου πολεοδομικού συστήματος. Ο πολεοδομικός ιστός απαρτίζεται από πλέγμα οριζόντιων και κάθετων δρόμων, που ορίζουν ορθογώνιες νησίδες. Κάθε οικοδόμημα είναι πολλαπλάσιο μιας νησίδας, διαστάσεων περίπου 40x80 μ. Το Ασκληπιείο, για παράδειγμα, συγκροτείται από δύο νησίδες, η κολοσσιαία αγορά, με μήκος πλευράς 180 μέτρα, από οκτώ νησίδες, το Στάδιο από 4 νησίδες κ.ο.κ. Παρά τη φαινομενική κανονικότητα, εντούτοις, δεν επικρατεί άκρατος γεωμετρισμός. Το όλο σύστημα ως ζωντανός οργανισμός κινείται, ελαφρά μεν αλλά εμφανώς και δείχνει τάσεις απόκλισης και απελευθέρωσης από τις απόλυτες κάθετες και οριζόντιες, όπως συμβαίνει άλλωστε και με άλλες πόλεις, καθώς και με πολλά ιερά τεμένη στα ύστερα κλασικά και τα ελληνιστικά χρόνια. Ηλεκτρομαγνητικές δασκοπίσεις, που πραγματοποιήθηκαν από τον γεωφυσικό Herald Stumpel, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Κίελου, έδειξαν ότι και οι ιδιωτικές κατοικίες, που εντοπίστηκαν δυτικά του σημερινού νεκροταφείου και νότια του Μουσείου, εντάσσονται στον Ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό.
Κύριο μέλημά μας, ήδη από το 1986, ήταν η σταδιακή τοπογράφηση και κτηματογράφηση ολόκληρου του χώρου της αρχαίας πόλεως σε κλίμακα 1:200, που άρχισε από τον τοπογράφο Γιώργο Μάκρη και συνεχίζεται από το Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Τα φύλλα του τοπογραφικού αυτού χάρτου αποτελούν τη βάση για ολόκληρο το πλέγμα εργασιών που λαμβάνουν χώρα στη Μεσσήνη. Εχουν μάλιστα αποκτήσει και ιστορική αξία, γιατί αποτυπώνουν με κάθε λεπτομέρεια την κατάσταση πριν και μετά τις ανασκαφές και τις διαμορφώσεις. Eχουν ήδη αγορασθεί μέχρι σήμερα περισσότερα από 300 στρέμματα, που περιλαμβάνουν το κεντρικό τμήμα της αρχαίας πόλεως, την περιοχή της Αρκαδικής Πύλης και της κύριας οδικής αρτηρίας, που οδηγεί στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου πριν από το θέατρο. Οι αγορές των αγροτεμαχίων πραγματοποιούνται από την Αρχαιολογική Εταιρεία και την Εταιρεία Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών με απευθείας συνεννοήσεις.
Η Μεσσήνη διαθέτει το σημαντικό πλεονέκτημα, να μην έχει καταστραφεί ή καλυφθεί από νεότερους οικισμούς και να βρίσκεται σε ένα κατεξοχήν μεσογειακό φυσικό περιβάλλον. Η σύγχρονη κοινότητα του Μαυροματίου απλώνεται κατά μήκος της κύριας οδικής αρτηρίας, η οποία διασχίζει την αρχαία πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά (από την Αρκαδική Πύλη προς την Λακωνική Πύλη). Βρίσκεται σε υψόμετρο 340 μέτρων περίπου, σε υψοετρική καμπύλη από την οποία ανέρχεται απότομα ο βραχώδης όγκος της Ιθώμης, που ήταν ακατοίκητος στην αρχαιότητα. Η παρουσία επομένως του ζωντανού οικισμού δεν διακόπτει την ενότητα του αρχαιολογικού χώρου ούτε και ενοχλεί αισθητικά, αντιθέτως ποικίλλει, ζωντανεύει και αναδεικνύει το περιβάλλον. Η συνύπαρξή του τόσο με τα αρχαία μνημεία όσο και με το αδόμητο περιβάλλον είναι επιθυμητή.
Τα στοιχεία εν τέλει, που καθορίζουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου της Μεσσήνης, είναι συνοπτικά τα εξής:
- η μεγάλη έκταση της πόλεως - οι επιβλητικές οχυρώσεις χτισμένες με λίθινα αγκωνάρια ως τις επάλξεις - τα μνημειώδη σε μέγεθος και δόμηση οικοδομήματα, - το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα, με τους κάθετους και οριζόντιους δρόμους - το αλώβητο φυσικό περιβάλλον και η τοπική μεσογειακή χλωρίδα - η γεωμορφολογία που επέβαλε στην αρχαιότητα τη δημιουργία ανδήρων σε κλιμακωτή διάταξη - ο άγονος και ακατοίκητος ορεινός όγκος της Ιθώμης - η παρουσία της παλαιάς Μονής Βουλκάνου στην κορφή της Ιθώμης, το καθολικό και η θαυματουργή εικόνα της οποίας αποτελούν αντικείμενο πανελλήνιας προσκύνησης το Δεκαπενταύγουστο - και η παρουσία του σύγχρονου οικισμού.
Ολα αυτά τα στοιχεία έλαβαν υπόψη τους οι μελετητές που εκπόνησαν τη μελέτη της συνολικής ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου. Προβλέπει τον καθορισμό ζωνών Α και Β. Η ζώνη Α κηρύσσεται αδόμητη. Επιτρέπεται εντός αυτής μόνο η συνέχιση των παραδοσιακών δραστηριοτήτων της καλλιέργειας. Τα όριά της ταυτίζονται grosso modo με εκείνα της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου, που περιλαμβάνει ολόκληρη την εντός των τειχών πόλη. Στη ζώνη Β θα επιτρέπεται η δόμηση με προηγούμενο έλεγχο ανασκαφικό του εδάφους και με την προϋπόθεση ότι ο όγκος και η μορφή των κτισμάτων δεν θα βλάπτει έμμεσα το περιβάλλον και τα μνημεία. Παρέχεται η δυνατότητα επέκτασης του σύγχρονου οικισμού του Μαυροματίου, καθώς και του οικισμού της Αρσινόης (πρώην Σίμιζας). Ο απλός Πελοποννησιακός αρχιτεκτονικός ρυθμός που επικρατεί στις κατοικίες πρέπει να διατηρηθεί με την επιβολή όρων δόμησης, τους οποίους απαιτεί ήδη η ΛΗ‘ ΕΠΚΑ.
Η μοναδική οδική αρτηρία που συνδέει το σύγχρονο οικισμό Μαυροματίου με τον εκτός των τειχών κόσμο πρέπει να βελτιωθεί και να διατηρηθεί. Η διέλευσή της, εντούτοις, μέσα από την Αρκαδική Πύλη αποτελεί πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπισθεί είτε με μεγάλη παράκαμψη (ασύμφορη και μη πρακτική) είτε με την κατασκευή μικρής σήραγγας. Οι μελετητές προκρίνουν το τούνελ ως την πλέον πρόσφορη από αισθητική, λειτουργική και οικονομική άποψη (μικρό μήκος, μη ορατά κατά το δυνατό στόμια). Η μελέτη συνολικής ανάδειξης, εκτός από το κυκλοφοριακό και το οικιστικό, αντιμετωπίζει το θέμα της υποδοχής, της ενημέρωσης και της εξυπηρέτησης των επισκεπτών του χώρου με την κατασκευή ανάλογης λειτουργίας κτηρίων προσαρμοσμένων στο περιβάλλον (είσοδο, εκδοτήριο, πωλητήρια και αναψυκτήριο). Μεριμνά επίσης για την προστασία (περίφραξη), πυρασφάλεια και αναγνωσιμότητα του χώρου και των μνημείων, καθώς και τη δημιουργία διαδρόμων πορείας των επισκεπτών, που αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές με τις οδικές αρτηρίες καθώς και μονοπάτια που οδηγούν πλησιέστερα προς τα μνημεία, προβλέπει επίσης χώρους θέασης και ενημέρωσης με πινακίδες, κείμενα και σχέδια αναπαράστασης των μνημείων. Υπάρχει ακόμη και φυτοτεχνική μελέτη για τη λελογισμένη φύτευση σε επιλεγμένες θέσεις και σημεία, ώστε να υπάρχει πράσινο και στους υπαίθριους χώρους των μνημείων (αγορά, αίθριο Ασκληπιείου κ.λπ.). Το πρόγραμμα διαμόρφωσης και ανάδειξης των μνημείων προχωρεί παράλληλα εκείνο της στερέωσης, αναστήλωσης-αποκατάστασης των μνημείων, το οποίο βρίσκεται εν τω περατούσθαι. Ολοκληρώνεται στο τέλος του τρέχοντος έτους 2008.
Είναι τελικά αναγκαία μια σύνθετη στρατηγική που να απευθύνεται σε όλους τους φορείς και τους συντελεστές που παίζουν ένα ρόλο στην ανάπτυξη των κοινωνιών. Πολιτικοί που αποφασίζουν, επενδυτές, επαγγελματίες, εθελοντές, τοπικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, υπηρεσιακές μονάδες υπεύθυνες για την προστασία, θα πρέπει να βρουν μηχανισμούς επικοινωνίας, συνεργασίας και εναρμόνισης των στόχων και των συμφερόντων τους. Αυτό που θα πρέπει να πρυτανεύσει είναι η αναγκαιότητα για μια ισορροπία μεταξύ διατήρησης και ανάπτυξης. Γιατί η βιωσιμότητα της φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς απειλείται, όπως είναι γνωστό, αφενός από τη λεγόμενη “υπερανάπτυξη“ και αφετέρου από τη συντηρητική ιδεολογία, που στέκεται εμπόδιο σε κάθε μορφής παρέμβαση και αξιοποίηση (Ενημερωτικό Δελτίο Ελληνικού Τμήματος ICOMOS, αρ. 14, Μάρτιος 2002, σελ. 5).
Για τις ημιορεινές κοινότητες, που βρίσκονται μακριά από τα “υπεραναπτυγμένα“ παραθαλάσσια τουριστικά κέντρα, φθίνουν οικονομικά και μαστίζονται από ολιγανθρωπία, όπως το Μαυρομμάτι, η Αρσινόη και τα Πετράλωνα, ο τριτογενής τομέας, η τουριστική ανάπτυξη είναι νομίζω μονόδρομος. Η προσέλκυση επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, απαιτεί την παρουσία ελκυστικών στοιχείων και χαρακτηριστικών, όπως αλώβητο φυσικό περιβάλλον και αξιόλογα υλικά κατάλοιπα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, σημαντικά δηλαδή μνημεία του πολιτισμού μας, που διαθέτει εν αφθονία η αρχαία Μεσσήνη.
Σε ένα δεύτερο στάδιο απαιτείται ανεκτό οδικό δίκτυο, που απουσιάζει δυστυχώς απ‘ την περιοχή μας (σημειωτέον ότι η επαρχιακή οδός Αρχαίας Μεσσήνης - Μελιγαλά περνά ακόμη μέσα από την Αρκαδική Πύλη), περιποιημένα καταλύματα διανυκτέρευσης και εστατόρια, που να προσφέρουν γνήσιο, όχι τυποποιημένο τουριστικό φαγητό.
Πολύτιμη για τη συνεχή φροντίδα των μνημείων μας είναι η ανάδειξη τεχνικού προσωπικού υψηλής εξειδίκευσης μέσα από τα εκτελούμενα έργα, όπως συμβαίνει με την αρχαία Μεσσήνη, όπου μια ομάδα ολιγάριθμων εργατοτεχνιτών από τα γύρω δημοτικά διαμερίσματα, που ξεκίνησαν πριν από μερικά χρόνια ως ανειδίκευτοι εργάτες ανασκαφής και είναι τώρα σε θέση να εκτελέσουν οποιοδήποτε έργο αναστήλωσης και διαμόρφωσης με την επίβλεψη έμπειρων αρχιτεκτόνων και κυρίως αφοσιωμένων αρχαιολόγων.
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ" 15/09/2008